Τη χρονική περίοδο κατά την οποία θα ξεκινήσουν τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής και τη διάρκεια που αυτή θα έχει επιδιώκουν να προσδιορίσουν αυτό το διάστημα οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες στον κόσμο. Η παραμονή του πληθωρισμού σε αρκετά υψηλά επίπεδα παρά την πρόσφατη πτώση έχει αλλάξει τα σχέδια πολλών από αυτές για πιο γρήγορες μειώσεις και έχει επιφέρει νέο γύρο αναταράξεων στις αγορές με διακυμάνσεις στις τιμές των μετοχών και νέα άνοδος στις τιμές των ομολόγων.
Τα μάτια είναι στραμμένα κυρίως στην Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Τράπεζα της Αγγλίας, που έχουν φτάσει σε σταυροδρόμι την ώρα που οι αγορές προσδοκούν μειώσεις των επιτοκίων εδώ και τώρα.
Ο επικεφαλής της FED Τζερόμ Πάουελ έχει μεταφέρει για πιο μετά από το Μάρτιο τις προσδοκίες για μειώσεις επιτοκίων οι οποίες μέχρι πρόσφατα κυριαρχούσαν στις αγορές. Πλέον ερωτηματικά έχουν αρχίσει να δημιουργούνται ακόμη και για το Μάιο μετά τα πρόσφατα στοιχεία που έδειξαν ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ επιμένει.
Η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ και τα υπόλοιπα μέλη της ΕΚΤ κρατούν ακόμη κρυφά τα χαρτιά τους, προσδιορίζοντας ως χρόνο χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής το δεύτερο εξάμηνο του 2024. Αναλυτές και παράγοντες της αγοράς όμως θεωρούν ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ξεκινήσει από τον Απρίλιο.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Άντριου Μπέιλι μαζί με τους συνεργάτες του έχει κι αυτός δύσκολο έργο αφού στην προηγούμενη συνεδρίαση της τράπεζας υπήρξαν μέλη της χάραξης νομισματικής πολιτικής που ψήφισαν και τα τρία ενδεχόμενα –αύξηση, μείωση και διατήρηση των επιτοκίων.
Οι ανησυχίες για τη FED
Ενώ μέχρι πολύ πρόσφατα όλοι προεξοφλούσαν χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής από τη FED το Μάρτιο, τώρα τα μηνύματα είναι μεικτά. Όπως ανακοινώθηκε μόλις προχθές, ο πληθωρισμός στη χώρα διαμορφώθηκε στο 3,1% τον Ιανουάριο σε ετήσια βάση, διαψεύδοντας τις προσδοκίες των για υποχώρηση στο 2,9%. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται τώρα ότι θα περιπλέξει την απόφαση της FED για πιο χαλαρή νομισματική πολιτική, θέτοντας υπό αμφισβήτηση ακόμη και προσδοκίες των αγορών για μια πρώτη μείωση τον Μάιο. Είναι ενδεικτικό ότι μετά την ανακοίνωση των στοιχείων για τον πληθωρισμό οι βασικοί χρηματιστηριακοί δείκτες στις ΗΠΑ υποχωρούσαν σημαντικά, ενώ οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων κινήθηκαν υψηλότερα λόγω μεταβολής των εκτιμήσεων των αγορών για τα επιτόκια.
Το δίλημμα της ΕΚΤ
Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη υποχώρησε ελαφρά τον Ιανουάριο, διατηρώντας ζωντανές τις προσδοκίες για μειώσεις των επιτοκίων. Οι τιμές καταναλωτή τον Ιανουάριο αυξήθηκαν 2,8% σε ετήσια βάση έναντι 2,9% τον Δεκέμβριο. Όμως οι αναλυτές περίμεναν ελαφρώς μεγαλύτερη πτώση στο 2,7%.
Χθες ο αντιπρόεδρος της τράπεζας Λουίς ντε Γκίντος έστειλε μήνυμα ότι η ΕΚΤ απαιτεί πρόσθετα στοιχεία ότι ο πληθωρισμός επιστρέφει στον στόχο του 2%, πριν να ξεκινήσουν οι μειώσεις. Απευθύνοντας εμμέσως πλην σαφώς μήνυμα στους πιο αισιόδοξους στους κόλπους της ΕΚΤ και όχι μόνο, ο ντε Γκίντος προειδοποίησε ότι παρακολουθούνται στενά τους παράγοντες κινδύνου που θα μπορούσαν να αναζωπυρώσουν τις τιμές πληθωρισμό, όπως η ταχεία αύξηση των μισθών, τα αυξημένα εταιρικά περιθώρια κέρδους και οι γεωπολιτικές εντάσεις. «Ενώ βαδίζουμε προς τη σωστή κατεύθυνση, δεν πρέπει να βιαστούμε», είπε σε εκδήλωση στο Σπλιτ της Κροατίας. «Θα χρειαστεί λίγος ακόμα χρόνος για να έχουμε τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε να επιβεβαιώσουμε ότι ο πληθωρισμός επιστρέφει σταθερά στο στόχο μας του 2%», ανέφερε.
Σε σταυροδρόμι η Βρετανία
Στη Βρετανία ο πληθωρισμός παρέμεινε σταθερός τον Ιανουάριο, κάνοντας την Τράπεζα της Αγγλίας να σκέφτεται περισσότερο το ενδεχόμενο μείωσης του κόστους δανεισμού το οποίο σήμερα βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας 15ετίας. Η αύξηση στο δείκτη τιμών καταναλωτή διαμορφώθηκε σε 4% σε ετήσια βάση τον Ιανουάριο, ακολουθώντας τον ίδιο ρυθμό με τον Δεκέμβριο, σύμφωνα φρέσκα χθεσινά στοιχεία. Οικονομολόγοι ανέμεναν ότι ο πληθωρισμός θα φτάσει στο 4,2%. Ο δομικός πληθωρισμός, ο οποίος δεν συνυπολογίζει τις μεταβολές στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων παρέμεινε υψηλότερος από τον ονομαστικό, αλλά διατηρήθηκε επίσης στο 5,1% σε ετήσια βάση τον Ιανουάριο.
Πηγή: OT