Εύθραυστη παραμένει η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη, ενώ η πολιτική αβεβαιότητα, τα αδύναμα δημοσιονομικά θεμελιώδη μεγέθη σε ορισμένες χώρες και η υποτονική δυνητική ανάπτυξη εγείρουν ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, προειδοποιεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), σε επισκόπησή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα (Νοέμβριος 2024), την οποία δημοσίευσε την Τετάρτη.
Στην έκθεση της, με τίτλο «Τα τρωτά σημεία της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Ευρωζώνης παραμένουν αυξημένα σε ένα ασταθές περιβάλλον», η ΕΚΤ τονίζει πως η οικονομική ανάπτυξη παραμένει εύθραυστη, ενώ οι ανησυχίες για τις προοπτικές του παγκόσμιου εμπορίου προστίθενται στη γεωπολιτική και πολιτική αβεβαιότητα.
Αναφέρει, επίσης, ότι «η ευπάθεια στον πιστωτικό κίνδυνο σε ορισμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις της ζώνης του ευρώ θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξασθένηση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών και των μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, εάν υλοποιηθούν οι καθοδικοί κίνδυνοι για την ανάπτυξη».
Επιπλέον, σημειώνει ότι οι υψηλές αποτιμήσεις και η συγκέντρωση κινδύνων καθιστούν τις αγορές πιο ευάλωτες σε ξαφνικές διορθώσεις.
Η ΕΚΤ προειδοποιεί ότι «ενώ η συνολική αύξηση των πιστωτικών κινδύνων ήταν μέχρι στιγμής σταδιακή, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν πιέσεις, εάν η ανάπτυξη επιβραδυνθεί περισσότερο από ό,τι αναμένεται σήμερα, γεγονός που θα μπορούσε, με τη σειρά του, να επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των ενδιάμεσων χρηματοπιστωτικών οργανισμών της Ζώνης του ευρώ».
Οι ζημίες από τα ανοίγματα σε εμπορικά ακίνητα βρίσκονται σε κίνδυνο για περαιτέρω αύξηση και θα μπορούσαν να είναι σημαντικά αυξημένα για μεμονωμένες τράπεζες και επενδυτικά κεφάλαια, προσθέτει.
Συνολικά, ωστόσο, η ΕΚΤ τονίζει πως η ικανότητα των τραπεζών να απορροφήσουν περαιτέρω επιδείνωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού τους εξακολουθεί να υποστηρίζεται από τα υψηλά επίπεδα κερδοφορίας και τα ισχυρά αποθέματα κεφαλαίου και ρευστότητας.
«Για να διατηρηθεί και να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σημερινό αβέβαιο μακροοικονομικό περιβάλλον, είναι σκόπιμο οι αρχές να διατηρήσουν τις υφιστάμενες απαιτήσεις για κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας μαζί με μέτρα με βάση τον δανειολήπτη που διασφαλίζουν υγιή πρότυπα δανεισμού”, επισημαίνει.
Επιπλέον, αναφέρει ότι το αυξανόμενο αποτύπωμα της αγοράς και η διασύνδεση των μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών διαμεσολαβητών απαιτούν ένα ολοκληρωμένο σύνολο μέτρων πολιτικής για την αύξηση της ανθεκτικότητας του τομέα.
Προσθέτει πως μια τέτοια ανθεκτικότητα σε ολόκληρο τον τομέα των μη χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων θα συμβάλει επίσης στην προώθηση πιο ολοκληρωμένων κεφαλαιαγορών.
«Αυτό αναμένεται να ενισχύσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να συμπληρώσει τους στόχους της ένωσης αγορών κεφαλαίου, η οποία αποσκοπεί στη στήριξη της παραγωγικότητας και της οικονομικής ανάπτυξης της Ευρώπης», καταλήγει.