Την πρώτη άνοδο σε διάρκεια 13 μηνών παρουσίασαν οι τιμές καταναλωτή στις ΗΠΑ για τον μήνα Ιούλιο, την ώρα που αυξάνονται οι ανησυχίες για νέο άλμα των τιμών φυσικού αερίου, σε μία εξέλιξη που καταδεικνύει ότι οι κορυφαίες κεντρικές τράπεζες δεν έχουν επιτελέσει ακόμη το έργο τους.
Ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε 0,2% τον Ιούλιο, όπως ακριβώς και τον Ιούνιο, ενώ σε ετήσια βάση διαμορφώθηκε στο 3,2% από 3% τον Ιούνιο, χαμηλότερα ωστόσο από 3,3% που είχαν προβλέψει αναλυτές. Τα νούμερα επιβεβαιώνουν τη σταθερά καθοδική πορεία από το απόγειο του 9,1% που είχε αγγίξει ο πληθωρισμός τον Ιούνιο του 2022.
O δομικός πληθωρισμός
Όσον αφορά τον δομικό πληθωρισμό, που εξαιρεί τις ευμετάβλητες τιμές των επεξεργασμένων τροφίμων και ενέργειας, αυξήθηκε 0,2% σε μηνιαία βάση, όπως και τον Ιούνιο, ενώ σε ετήσια βάση αποκλιμακώθηκε οριακά στο 4,7% από 4,8% του Ιουνίου. Τα λεπτομερή στοιχεία δείχνουν ότι περισσότερο από το 90% της αύξησης των τιμών καταναλωτή αποδίδεται στο κόστος στέγης, σε αντίθεση με τις τιμές των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων που υποχώρησαν για δεύτερο διαδοχικό μήνα και τα αεροπορικά εισιτήρια που παρουσίασαν τη μεγαλύτερη μείωση από την αρχή της πανδημίας.
Ωστόσο, τα αμερικανικά νοικοκυριά είδαν να αυξάνεται το κόστος των αναγκαίων αγαθών: τα είδη παντοπωλείου γνώρισαν τη μεγαλύτερη αύξηση από τις αρχές του έτους, ενώ αυξήσεις παρουσίασαν και οι λογαριασμοί κοινής ωφελείας και οι τιμές βενζίνης. Επίσης, η ασφάλεια αυτοκινήτου παρουσίασε σε ετήσια βάση τη μεγαλύτερη αύξηση από το 1976.
Εξαιρουμένου του κόστους στέγης και ενέργειας, οι τιμές του κλάδου παροχής υπηρεσιών αυξήθηκαν 0,2% σε σχέση με τον Ιούνιο, ενώ σε ετήσια βάση ακρίβυναν κατά 4,1%, που σηματοδοτεί την πρώτη αύξηση στη διάρκεια του τρέχοντος έτους.
Αντέχει η αμερικανική οικονομία
Ενώ ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει αρκετά γρήγορα τους τελευταίους μήνες, φαίνεται τώρα να σταθεροποιείται γύρω από το 3%, ποσοστό που σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές θα συνεχιστεί έως τα τέλη του έτους. Η αμερικανική οικονομία ωστόσο εξακολουθεί να παρουσιάζει αντοχές, που σημαίνει ότι πιθανότατα θα αποφευχθεί το σενάριο της ύφεσης, την ώρα που οι καταναλωτές έχουν ωφεληθεί από τους αυξανόμενους πραγματικούς μισθούς τους.
Ξεχωριστά στοιχεία έδειξαν ότι μετά από δύο χρόνια πτώσης, οι προσαρμοσμένοι στον πληθωρισμό μισθοί αυξήθηκαν 0,3% τον Ιούλιο και 1,1% από την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Τα τελευταία στοιχεία είναι μεταξύ αυτών που θα διαμορφώσουν την απόφαση της Φέντεραλ Ριζέρβ στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου (19-20). Οι αγορές αναμένουν ότι η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ θα διατηρήσει τα επιτόκια σταθερά, μετά από αυξήσεις της τάξης των 525 μονάδων βάσης που έχει κάνει από τον Μάρτιο του 2022, ανεβάζοντας το βασικό επιτόκιό της στο εύρος διακύμανσης 5,25% έως 5,50%. Μία επίσης πιο αδύναμη αγορά εργασίας θα μπορούσε να βοηθήσει στη συγκράτηση του πληθωρισμού.
Η αμερικανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι τον Ιούλιο δημιουργήθηκαν μόνο 187.000 θέσεις εργασίας, ο μικρότερος αριθμός από τον Δεκέμβριο του 2020. Παρ’ όλα αυτά, η αγορά εργασίας παραμένει σφιχτή,
με την ανεργία στο χαμηλότερο επίπεδο σε διάρκεια μεγαλύτερη των 50 ετών. Επιπλέον, τα νέα στοιχεία έδειξαν ότι οι αιτήσεις για χορήγηση επιδόματος ανεργίας αυξήθηκαν την εβδομάδα που έληξε στις 5 Αυγούστου.
Η πολιτική της ΕΚΤ
Η ανθεκτική εικόνα της αμερικανικής οικονομίας έρχεται σε αντίθεση με την Ευρωζώνη, όπου τα προβλήματα της κορυφαίας οικονομίας της, της Γερμανίας, αναμένεται να παρασύρουν ολόκληρη την περιοχή σε ύφεση. Μία τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να αλλάξει τη ρότα της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ – ενώ απέκλειε μία παύση των επιτοκιακών αυξήσεων τώρα μιλά ανοικτά για το ενδεχόμενο αυτό, όπως επισημαίνει ανάλυση του Reuters.
Αντίστοιχα και οι αγορές εκτιμούν ότι η ΕΚΤ μπορεί να διακόψει τις επιτοκιακές αυξήσεις πιο γρήγορα, όπως συνέβη και στον προηγούμενο κύκλο σύσφιγξης του 2011, όταν οι κρίσεις χρέους σε Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία και Κύπρο συνοδεύθηκαν από ύφεση.
«Υπάρχουν κάποιες ομοιότητες ανάμεσα στις συγκυρίες του 2011 και στην παρούσα φάση», αναφέρει ο Ρίτσαρντ Πόρτες, καθηγητής Οικονομικών στο London Business School. Με τη διαφορά ότι τώρα το επίκεντρο του προβλήματος βρίσκεται στη Γερμανία και όχι στον Ευρωπαϊκό Νότο, συμπληρώνει. Για τον Ρικάρντο Ρέις, καθηγητή στο LSE, η ΕΚΤ θα πρέπει να αρχίσει να εστιάζει στον πληθωρισμό μετά από 12 έως 18 μήνες, όπως παραδοσιακά έκανε, και όχι στα τωρινά στοιχεία.