Ένα ιδιαίτερα ζοφερό και αβέβαιο 2023 περιγράφει ο οίκος Moody’s στη νέα έκθεσή του για τις παγκόσμιες πιστωτικές προοπτικές λόγω της εξαιρετικά αδύναμης ανάπτυξης, της αύξησης του κόστους δανεισμού, του υψηλού πληθωρισμού, του πιθανά “χτυπήματος” που θα δεχτεί ο τουρισμός, των μόνιμων οικονομικών απωλειών που προκαλεί η τρέχουσα ενεργειακή κρίση, των μεγάλων προκλήσεων με τις οποίες είναι αντιμέτωπη η δημοσιονομική πολιτική καθώς και της αναζωπύρωσης των γεωπολιτικών εντάσεων, πέραν του πολέμου στην Ουκρανία, υπογραμμίζοντας παράλληλα την αύξηση της αβεβαιότητας που έχει ήδη προκαλέσει η ενίσχυση της ρητορικής μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Πιο αναλυτικά η Moody’s εκτιμά ότι οι προοπτικές για την πιστοληπτική ικανότητα των κρατών διεθνώς το 2023 είναι αρνητικές λόγω της αδύναμης ανάπτυξης και της πιθανής μόνιμης οικονομικής ζημιάς την οποία αφήνει η τρέχουσα κλίση, ενώ και οι γεωπολιτικές εντάσεις αναμένεται να ενισχύσουν την οικονομική αβεβαιότητα.
Αν και ο πληθωρισμός θα αρχίσει να μειώνεται, οι τιμές των τροφίμων και της ενέργειας θα παραμείνουν υψηλές, περιορίζοντας την οικονομική ανάπτυξη και αυξάνοντας τις κοινωνικές εντάσεις, όπως τονίζει η Moody’s. Η ικανότητα των κυβερνήσεων να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις αυξανόμενες απαιτήσεις θα ποικίλλει ανάλογα με τη δημοσιονομική και θεσμική τους ικανότητα. Ταυτόχρονα, οι αυστηρότερες χρηματοοικονομικές συνθήκες και οι μόνιμες οικονομικές “ουλές” (scarring) θα ωθήσουν τα χρέη ορισμένων χωρών σε μη βιώσιμα επίπεδα, ενώ το αυξανόμενο κόστος δανεισμού θα διαβρώσει την προσιτότητα του χρέους.
Οι κίνδυνοι για τις βασικές προβλέψεις του οίκου είναι επίσης υψηλοί, όπως επισημαίνει, λόγω μίας ενδεχόμενης παρατεταμένης επιβράδυνσης στην Κίνα, μιας πιο εκτεταμένης ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη, μιας περαιτέρω κλιμάκωσης της στρατιωτικής σύγκρουσης Ρωσίας-Ουκρανίας και μίας μεγαλύτερης περιόδου επιθετικής νομισματικής σύσφιξης στις ΗΠΑ, καθώς και της επιδείνωσης των σχέσεων Κίνας-ΗΠΑ. Οι πιστωτικά θετικές τάσεις θα είναι πιο εμφανείς για τις χώρες-παραγωγούς εμπορευμάτων -ιδιαίτερα των εξαγωγών ενέργειας- που θα επωφεληθούν από τις υψηλότερες τιμές, ενώ ορισμένες άλλες κυβερνήσεις θα ξεχωρίσουν επίσης για την ευρεία ανθεκτικότητά τους στα τρέχοντα σοκ.
Η ασθενής ανάπτυξη και η πιθανή μόνιμη οικονομική ζημιά είναι βασικές πιστωτικές προκλήσεις
Η προσαρμοσμένη στον πληθωρισμό αύξηση του πραγματικού παγκόσμιου ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί στο 1,7% το 2023 από 3,0% το 2022, καθώς οι υψηλότερες τιμές και η αυστηρότερη νομισματική πολιτική χτυπούν τις καταναλωτικές δαπάνες, τις επενδύσεις και το ευρύτερο οικονομικό κλίμα. Εκείνα τα κράτη τα οποία δεν έχουν επιστρέψει πλήρως στα επίπεδα παραγωγής πριν την πανδημία ή που παρουσιάζουν σημάδια βαθύτερης οικονομικής ζημιάς είναι πιο ευάλωτα σε μια διαρκή αποδυνάμωση του αναπτυξιακού δυναμικού και της βιωσιμότητας του χρέους τους.
‘Όπως τονίζει η Moody’s, η Ευρώπη θα υποστεί τη μεγαλύτερη επιβράδυνση παγκοσμίως, καθώς οι μειωμένες ρωσικές προμήθειες πετρελαίου και φυσικού αερίου διατηρούν τις τιμές ενέργειας της περιοχής σε υψηλά επίπεδα. Το πραγματικό ΑΕΠ θα συρρικνωθεί στη Δυτική Ευρώπη, ενώ η ενοποίηση στις γερμανικές αλυσίδες παραγωγής θα οδηγήσει σε σχετικά ασθενή ανάπτυξη στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και τη Βαλτική. Η υψηλή αποθήκευση φυσικού αερίου μείωσε την άμεση πιθανότητα επιβολής δελτίου ενέργειας, ωστόσο οι κίνδυνοι θα είναι πολύ υψηλότεροι το χειμώνα 2023-2024, όπως προειδοποιεί ο οίκος. Οποιοσδήποτε περιορισμός – για παράδειγμα, που θα προκληθεί από έναν εξαιρετικά κρύο χειμώνα – θα οδηγούσε σε βαθύτερη ύφεση στην Ευρώπη και περαιτέρω επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης, δεδομένης της σημασίας της περιοχής για το εμπόριο.
Η ανάπτυξη στις ΗΠΑ είναι επίσης πιθανό να επιβραδυνθεί απότομα στο 0,4% το 2023 συνολικά, με την παραγωγή να μειώνεται για μερικά τρίμηνα, καθώς η επιθετική σύσφιξη από Fed περιορίζει την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Ο επίμονα υψηλός πληθωρισμός στις ΗΠΑ που οδηγεί σε ακόμη πιο αυστηρή νομισματική σύσφιξη αποτελεί βασικό κίνδυνο για την παγκόσμια οικονομία, τονίζει ο οίκος.
Η Ασία θα υπεραποδώσει λόγω της υψηλότερης ανάπτυξης στην Κίνα (4,0%) σε σχέση με το 2022, δεδομένης της σταδιακής ανάκαμψης της κατανάλωσης, των διατηρούμενων δαπανών για τις δημόσιες υποδομές και της ευρύτερης ανάκαμψης στον τομέα των υπηρεσιών. Ωστόσο, η ανάπτυξη της Κίνας θα παραμείνει υποτονική βάσει ιστορικών προτύπων. Η ανάπτυξη θα παραμείνει ισχυρή για τους παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου στη Μέση Ανατολή και την Αφρική, καθώς και στη Λατινική Αμερική, υποστηρίζοντας τα κρατικά έσοδα.
Η γεωπολιτική και τα πιθανά λάθη πολιτικής θα τροφοδοτήσουν την οικονομική αβεβαιότητα
Η στρατιωτική σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας θα παραμείνει βασικός πιστωτικός κίνδυνος για την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, την Κεντρική Ασία και τα μέλη του ΝΑΤΟ της Δυτικής Ευρώπης, όπως φάνηκε με τη δολιοφθορά στους αγωγούς Nord Stream, σημειώνει η Moody’s. Παράλληλα χτυπά καμπανάκι για τις επιπτώσεις της αναζωπύρωσης της στρατιωτικής σύγκρουσης μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν, καθώς και της ρητορικής μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, οι οποίες αυξάνουν την αβεβαιότητα γύρω από την οικονομία.
Επίσης, όπως αναφέρει, οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας αποτελούν βασική πηγή κινδύνου για την παγκόσμια οικονομία. Οποιαδήποτε κλιμάκωση θα συνεπαγόταν απώλειες για οικονομίες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το τρέχον σύστημα όπως η Γερμανία, η Νότια Κορέα ή η Ταϊβάν και η Κίνα, ενώ οι περιοχές που βρίσκονται πλησιέστερα σε μεγάλα οικονομικά κέντρα όπως η Λατινική Αμερική, η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και η Νοτιοανατολική Ασία θα μπορούσαν να επωφεληθούν. Τα λάθη της εσωτερικής πολιτικής είναι επίσης ένας άλλος κίνδυνος, όπως φάνηκε πρόσφατα στη Βρετανία.
Η ύφεση στην Ευρώπη ή τις ΗΠΑ αποτελεί παράλληλα κίνδυνο για τις οικονομίες που εξαρτώνται από τον τουρισμό, προειδοποιεί η Moody’s. Το υψηλότερο ταξιδιωτικό κόστος και η πτώση της αγοραστικής δύναμης σε βασικές χώρες “προέλευσης τουρισμού” θα περιορίσουν την περαιτέρω ανοδική πορεία την πολύ ισχυρή ανάκαμψη που σημείωσαν οι αφίξεις το 2022. Μια βαθύτερη οικονομική ύφεση στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ ή την Κίνα θα δημιουργούσε πρόσθετες προκλήσεις για της χώρες της Νότιας Ευρώπης, την Καραϊβική και την Ασία.
Η δημοσιονομική δυναμική γίνεται πιο δύσκολη εν μέσω χαμηλής ανάπτυξης, αυξανόμενων κοινωνικών πιέσεων και υψηλότερου κόστους δανεισμού
Ο οίκος αναμένει ότι η δημοσιονομική πολιτική θα χαλαρώσει, πιο μέτρια ωστόσο απ’ ό,τι κατά τη διάρκεια της πανδημίας, για να διαχειριστεί τις αυξανόμενες κοινωνικές πιέσεις. Η μέση επιβάρυνση του χρέους θα εξακολουθήσει να σταθεροποιείται το 2023, ωστόσο η επιβράδυνση της πραγματικής ανάπτυξης και το αυξανόμενο κόστος δανεισμού θα δυσκολέψουν τα κράτη να επιστρέψουν στα επίπεδα χρέους πριν από την πανδημία. Όπου η δυναμική του χρέους εξαρτάται από την οικονομική ανάπτυξη, τα βάρη του χρέους θα μπορούσαν να γίνουν μη βιώσιμα, εάν οι οικονομικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες επιδεινωθούν πολύ πιο γρήγορα ή επικρατήσει ο στασιμοπληθωρισμός.
Τα δημοσιονομικά ισοζύγια θα ενισχυθούν κατά μέσο όρο, θα παραμείνουν όμως πιο αδύναμα από ό,τι πριν από την πανδημία. Για περισσότερα από τα δύο τρίτα των κρατών, τα πρωτογενή υπόλοιπα -το συνολικό δημοσιονομικό ισοζύγιο εξαιρουμένων των καθαρών πληρωμών τόκων για το δημόσιο χρέος- θα βελτιωθούν σε σχέση με το 2022. Ωστόσο, οι κοινωνικές πιέσεις που συνδέονται με τις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας που θα παραμείνουν υψηλότερες για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις κυβερνήσεις να χαλαρώσουν τη δημοσιονομική πολιτική σε μεγαλύτερο βαθμό.
Κατά τον οίκο, οι κινήσεις στα χρέη θα ποικίλλουν. Σχεδόν στα δύο τρίτα των χωρών, το χρέος προς το ΑΕΠ θα μειωθεί το 2023 σε σύγκριση με το 2022, δεδομένου του υψηλού πληθωρισμού. Αντίθετα τα χρέη θα αυξηθούν σε μια σειρά από κράτη, όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και σε μεγάλες Αναδυόμενες Αγορές όπως η Βραζιλία. Παρά τις υψηλότερες κρατικές δαπάνες, οι ισχυρές φορολογικές βάσεις των ευρωπαϊκών κρατών θα περιορίσουν τα χρέη τους ως μερίδιο των εσόδων.
Το χρέος θα παραμείνει πολύ πάνω από τα επίπεδα του 2019, καθώς ο πιστωτικός κύκλος θα αλλάξει. Η Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική θα παραμείνουν οι πιο υπερχρεωμένες περιοχές, με την Ιαπωνία, τον Λίβανο, την Ελλάδα και την Ιταλία να έχουν τα υψηλότερα επίπεδα, όπως επισημαίνει η Moody’s. Το αυξανόμενο κόστος δανεισμού και η υποτονική οικονομική ανάπτυξη καθιστούν τη δυναμική του χρέους λιγότερο υποστηρικτική.
Επίσης, η αυστηρότερη νομισματική πολιτική και οι οικονομικές συνθήκες θα αποδυναμώσουν την προσιτότητα του χρέους. Οι δείκτες τόκων προς έσοδα των κρατών με βραχύτερες λήξεις χρέους, χρέος κυμαινόμενου επιτοκίου και μεγάλες ανάγκες αναχρηματοδότησης είναι πιθανό να εξασθενήσουν.
Πηγή: Capital.gr