Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στήριξε σε μεγάλο βαθμό την απήχησή του στην οικονομία και προσπάθησε να συνδέσει το όνομά του με μια αίσθηση ευημερίας. Κομμάτι αυτής της κατεύθυνσης και η προσπάθειά του να αναδειχθούν και να αναπτυχθούν κρίσιμοι επιχειρηματικοί όμιλοι, συχνά με διάφορες μορφές στήριξης από τη μεριά του τουρκικού κράτους.
Η Rösenans Holding είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Είναι ένας τουρκικός όμιλος, με έντονη δραστηριότητα σε 28 χώρες, ανάμεσά τους και τη Ρωσία. Δραστηριοποιείται στις κατασκευές, στο real estate και την ενέργεια. O ιδιοκτήτης της Erman Ilıcak, θεωρείται σύμμαχος του Ερντογάν και πρόσφατα κέρδισε και σημαντικά συμβόλαια για μεγάλα έργα στη Λιβύη.
Μία από τις δραστηριότητες της Rösenans είναι να διαχειρίζεται μια σειρά από νοσοκομεία στην Τουρκία. Τα νοσοκομεία αυτά ήταν τμήμα ενός μεγαλεπήβολου σχεδίου του Ερντογάν και πραγματοποιήθηκαν με τη μέθοδο Build-operate-lease, με την κυβέρνηση να δίνει μεγάλα κίνητρα σε επιχειρήσεις να τα κατασκευάσουν και να τα διαχειρίζονται, με το τουρκικό δημόσιο να καταβάλει μεγάλα ποσά σε ενοίκια και λειτουργικά κόστη. Για τον Ερντογάν ήταν «ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα», όμως υπήρξαν μεγάλες επικρίσεις για το γεγονός ότι το συνολικό κόστος για το τουρκικό δημόσιο είναι πολύ μεγάλο. Μάλιστα, το κόστος γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, εάν αναλογιστούμε ότι οι πληρωμές ήταν υπολογισμένες σε ευρώ, πράγμα που σημαίνει ότι το κόστος αυξάνει με τη σταδιακή υποτίμηση της τουρκικής λίρας.
Με αυτή την έννοια πρόκειται για μια μάλλον κερδοφόρα επένδυση για την Rösenans. Γι’ αυτό το λόγο και συζητήθηκε πολύ το γεγονός ότι αποφάσισε να πουλήσει τον κλάδο της που ασχολείται με τη διαχείριση αυτών των νοσοκομείων στη Δανική πολυεθνική του κλάδους της διαχείρισης εγκαταστάσεων ISS, μια εταιρεία που εξειδικεύεται στις υπηρεσίες καθαριότητας, φύλαξης και συντήρησης και η οποία έχει ήδη ισχυρή παρουσία στην Τουρκία.
Το άγχος για την οικονομία και για το μέλλον του ίδιου του Ερντογάν
Το γεγονός ότι ένας κερδοφόρος όμιλος, με ισχυρή διεθνή παρουσία και μεγάλες επενδύσεις (για παράδειγμα έχει πολύ ισχυρή παρουσία και στον ενεργειακό χώρος ιδίως από όταν πλειοδότησε στην ιδιωτικοποίηση ενός υδροηλεκτρικού εργοστασίου στην Σανλιούρφα), επιλέγει να πουλήσει έναν κλάδο εξασφαλισμένης κερδοφορίας παραπέμπει σίγουρα σε μια ορισμένη ανησυχία.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η ανησυχία αυτή κυρίως έχει να κάνει με τη γενική κατάσταση της τουρκικής οικονομίας και ιδίως τα προβλήματα με την τουρκική λίρα. Οι μεγάλες επενδύσεις της Rösenans στον ενεργειακό κλάδο σήμαιναν αναγκαστικά και υψηλό δανεισμό σε ξένο συνάλλαγμα, η αποπληρωμή του οποίου έχει όλο και μεγαλύτερο κόστος με δεδομένη την υποχώρηση της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας.
Άλλοι πάλι, θεωρούν ότι οι εξελίξεις αυτές έχουν να κάνουν περισσότερο με την ανησυχία για το πολιτικό μέλλον του ίδιου του Ερντογάν και το ενδεχόμενο ακόμη και μιας πολιτικής αλλαγής. Μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, εταιρείες που συνδέθηκαν αρκετά με την κυβέρνηση Ερντογάν είναι εύλογο να θεωρήσουν ότι πρέπει να προετοιμαστούν για μια περίοδο στην οποία δεν θα στηρίζονται στην ίδια ευνοϊκή κυβερνητική στάση. Μια μείωση της επενδυτικής έκθεσης σε αυτό το πλαίσιο φαντάζει ως μια προετοιμασία για την επόμενη μέρα.
Σε όλα αυτά παίζουν ρόλο και οι εντεινόμενες καταγγελίες της αντιπολίτευσης για γενικευμένη διαφθορά των κυβερνήσεων του AKP. Μάλιστα, οι μεγάλες συμφωνίες για έργα υποδομής, συχνά ύψους αρκετών δισεκατομμυρίων έχουν μπει στο μικροσκόπιο, ιδίως όταν οι όροι τους συχνά ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκοί για τους ιδιώτες επενδυτές που εξασφάλιζαν ότι οι συμφωνίες ήταν σε υπολογισμένοι σε ξένο συνάλλαγμα και με σημαντικές εγγυήσεις για τους ιδιώτες. Μόνο που αυτό σημαίνει και πολύ μεγάλες πληρωμές και μάλιστα σε βάθος χρόνου από το τουρκικό δημόσιο και αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί η ηγεσία του αντιπολιτευόμενου CHP έχει δεσμευτεί να επανεξετάσει αυτές τις συμφωνίες συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, τις οποίες έχει χαρακτηρίσει ως μορφή «ληστείας του κράτους».
Το παράδειγμα των συμφωνιών για τα νοσοκομεία είναι πολύ χαρακτηριστικό. Για το 2021 ο προϋπολογισμός έχει εγγράψει ένα κονδύλι ύψους 1,8 δισεκατομμυρίων για την πληρωμή ενοικίων και υπηρεσιών στα νοσοκομεία που φτιάχτηκαν με λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο. Όμως, επειδή τα συμβόλαια είναι υπολογισμένα σε ευρώ, κάθε φορά που υπάρχει υποτίμηση της τουρκικής λίρας αυξάνει και το κόστος πληρωμής των ενοικίων και των υπηρεσιών. Μάλιστα το συνολικό ποσό που θα κληθεί να καταβάλει το τουρκικό δημόσιο σε βάθος εικοσαετίας έχει υπολογιστεί ότι θα ξεπεράσει τα 81 δισεκατομμύρια δολάρια, την ώρα που είναι άγνωστο τι θα σημαίνει αυτό ως προς το κόστος σε εθνικό νόμισμα.
Με αυτά τα δεδομένα είναι εύλογο ότι εταιρείες που εμπλέκονται σε αυτές τις επενδύσεις να θέλουν να είναι προετοιμασμένες για την «επόμενη μέρα» και να αποφύγουν να βρεθούν στο στόχαστρο.
Ιδίως όταν πρόκειται για εταιρείες που ωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό και με πολύ συγκεκριμένες μεθοδεύσεις από τον Ερντογάν.
Γιατί η Rösenans δεν ήταν μόνο η εταιρεία που ανέλαβε την κατασκευή του «παλατιού» του Ερντογάν στην Άγκυρα, δηλαδή του νέου προεδρικού μεγάρου που κόστισε πάνω από 350 εκατομμύρια δολάρια. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις η Rösenans, που το 2017 ήταν η δεύτερη ξένη κατασκευαστική εταιρεία που δραστηριοποιούνταν στη Ρωσία, θα ήταν και ο μεγάλος ωφελημένος της συμφωνίας που υπέγραψαν ο Ερντογάν με τον Πούτιν κατά την επίσκεψη του πρώτου στη Μόσχα τον Μάρτιο του 2017 για τη συγκρότηση κοινού επενδυτικού ταμείου ύψους ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων για να διευκολυνθούν κοινές επενδύσεις.