Η σκιώδης τραπεζική αρχίζει να αποτελεί σημαντικό κίνδυνο για την παγκόσμια οικονομία και μπορεί να αποτελέσει την καρδιά μιας πιθανής νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης, όπως η Lehman Brothers, προειδοποιούν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ο διεθνής οργανισμός του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και υψηλόβαθμοι παράγοντες της αγοράς. Το «καμπανάκι» έρχεται καθώς οι αυξήσεις των επιτοκίων εντείνουν τις πιέσεις στον χρηματοπιστωτικό κλάδο που μέχρι τώρα είχε συνηθίσει στο «φθηνό χρήμα».
Τα μεγέθη είναι τεράστια. Οπως αναφέρει στους «Financial Times» ο πρόεδρος της Rockfeller International Ρουτσίρ Σάρμα, οι σκιώδεις τράπεζες – από ιδιωτικές εταιρείες επενδύσεων (private equity) μέχρι πολλούς άλλους διαχειριστές κεφαλαίων – έχουν φτάσει να διαχειρίζονται ούτε λίγο ούτε πολύ 63 τρισ. δολάρια σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ενώ πριν από μια δεκαετία το ποσό αυτό διαμορφωνόταν σε 30 τρισ. δολάρια. Μάλιστα εκτός από τις ΗΠΑ οι σκιώδεις τράπεζες αναπτύσσονται ταχύτερα σε μέρη της Ευρώπης και της Ασίας.
Μόνο στην Κίνα ο σκιώδης τραπεζικός τομέας έχει φτάσει σε μέγεθος το 60% του ΑΕΠ από 4% το 2009 και εμπλέκεται σε δανεισμό υψηλού ρίσκου σε τοπικές κυβερνήσεις, εταιρείες ακινήτων και άλλους δανειολήπτες.
Στην Ευρώπη, περιλαμβάνουν χρηματοπιστωτικά κέντρα όπως η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο, όπου τα περιουσιακά στοιχεία των σκιωδών τραπεζών, ιδιαίτερα των συνταξιοδοτικών ταμείων και των ασφαλιστικών εταιρειών, επεκτείνονται με ετήσιο ρυθμό 8% έως 10% τα τελευταία χρόνια, αναφέρει ο κ. Σάρμα. Σε τέτοιες οντότητες, μάλιστα, η εποπτεία είναι πολύ μικρότερη από όσο στις παραδοσιακές τράπεζες. Για τον λόγο αυτό οι κίνδυνοι αυξάνονται ειδικά τώρα που το κόστος δανεισμού ανεβαίνει.
Σε παλαιότερη έκθεσή του με τίτλο «Σκιώδεις τράπεζες: Εκτός της παρακολούθησης των εποπτικών αρχών» το ΔΝΤ αναφέρει ότι τα πρώτα σημαντικά προβλήματα με σκιώδεις τράπεζες προέκυψαν κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, όταν οι επενδυτές φοβήθηκαν για τις επενδύσεις τους και αποφάσισαν να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους αμέσως και μαζικά.
Για να αποπληρώσουν αυτούς τους επενδυτές, οι σκιώδεις τράπεζες έπρεπε να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία. Αυτές οι μαζικές πωλήσεις μείωσαν την αξία των περιουσιακών στοιχείων, αναγκάζοντας άλλες οντότητες σκιώδους τραπεζικής (αλλά και ορισμένες τράπεζες με παρόμοιες επενδύσεις να μειώσουν την αξία αυτών των περιουσιακών στοιχείων στα βιβλία τους, ώστε να αντικατοπτρίζουν τη χαμηλότερη τιμή της αγοράς), δημιουργώντας περαιτέρω αβεβαιότητα για την υγεία τους. Στην κορύφωση της κρίσης ήταν τόσοι πολλοί οι επενδυτές που ζήτησαν πίσω τα χρήματά τους που πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα – τράπεζες και μη – αντιμετώπισαν σοβαρές δυσκολίες.
Ποιες δραστηριότητες ασκούν
Το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Financial Stability Board – FSB) χαρακτηρίζει ως σκιώδες τραπεζικό σύστημα (shadow banking) «το σύστημα πιστωτικής διαμεσολάβησης που περιλαμβάνει οντότητες και δραστηριότητες εκτός του επίσημου τραπεζικού συστήματος».
Ο ορισμός περιλαμβάνει εταιρείες που δεν θεωρούνται εμπορικές τράπεζες αλλά ασκούν δραστηριότητες που έχουν κυρίως δύο χαρακτηριστικά: τη μεταβίβαση πιστωτικού κινδύνου και τη χρησιμοποίηση άμεσης ή έμμεσης χρηματοοικονομικής μόχλευσης. Στη σκιώδη τραπεζική υπάγονται μεταξύ άλλων αμοιβαία κεφάλαια της χρηματαγοράς, ως είδη επενδυτικών κεφαλαίων ή προϊόντων με χαρακτηριστικά καταθέσεων, τα οποία είναι ευάλωτα σε μαζικές και ταυτόχρονες εξαγορές τους. Τέτοια είναι μεταξύ άλλων τα λεγόμενα hedge funds, κεφάλαια ομολόγων ή και μετοχών (bond/equities funds) και άλλα.
Οι οντότητες αυτές μπορεί να είναι εταιρείες όπως επενδυτικά οχήματα τύπου ABCP, SIV και άλλα οχήματα ειδικού σκοπού (SPV) ή ειδικά τελευταία οι λεγόμενες Εταιρείες Ανάπτυξης Επιχειρήσεων – Business Development Companies (BDC). Μπορεί να είναι αμοιβαία κεφάλαια και άλλα είδη επενδυτικών κεφαλαίων ή προϊόντων με καταθετικά χαρακτηριστικά. Επενδυτικά κεφάλαια συμπεριλαμβανομένων των διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων και ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εκδίδουν ή εγγυώνται πιστωτικά προϊόντα.