Στο ρεκόρ των 7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ανήλθαν το 2022 σε παγκόσμιο επίπεδο, οι συνολικές κρατικές επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων, ποσό που αντιστοιχεί σχεδόν στο 7,1% του παγκόσμιου ΑΕΠ, σύμφωνα με έκθεση του ΔΝΤ, καθώς οι Κυβερνήσεις στήριξαν τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις στη διάρκεια της παγκόσμιας αύξησης των τιμών της ενέργειας που προκλήθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την οικονομική ανάκαμψη από την πανδημία.
Ταυτόχρονα, το ΔΝΤ εκτιμά ότι η κατάργηση των ρητών και σιωπηρών (έμμεσων) επιδοτήσεων ορυκτών καυσίμων θα απέτρεπε 1,6 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους ετησίως, θα αύξανε τα κρατικά έσοδα κατά 4,4 τρισ. δολάρια και θα έθετε τις εκπομπές ρύπων σε τροχιά επίτευξης των στόχων για την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, καθώς ο κόσμος προσπαθεί να περιορίσει την υπερθέρμανση του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου και τμήματα της Ασίας, της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών πλήττονται από τα ακραία φαινόμενα ζέστης, οι επιδοτήσεις για το πετρέλαιο, τον άνθρακα και το φυσικό αέριο είναι ισοδύναμες με το 7,1% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Σημειώνει πως το ποσό αυτό είναι μεγαλύτερο από ό,τι δαπανούν οι κυβερνήσεις ετησίως για την εκπαίδευση (4,3% του παγκόσμιου εισοδήματος) και περίπου τα δύο τρίτα από ό,τι δαπανούν για την υγειονομική περίθαλψη (10,9%).
Σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ, την οποία υπογράφουν οι αναλυτές του Ταμείου Σάιμον Μπλακ, Ίαν Πάρι και Νέιτ Βέρνον, οι ρητές επιδοτήσεις (στις οποίες δεν περιλαμβάνεται το κόστος εφοδιασμού) αντιστοιχούν στο 18% του συνόλου, ενώ οι έμμεσες επιδοτήσεις (στις οποίες δεν περιλαμβάνονται το περιβαλλοντικό κόστος και οι διαφυγόντες φόροι κατανάλωσης) αντιστοιχούν στο 82%.
Αναφέρει ότι οι ρητές επιδοτήσεις έχουν υπερδιπλασιαστεί από την προηγούμενη αξιολόγηση του ΔΝΤ, από 0,5 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2020, σε 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2022, με απότομα υψηλότερες διεθνείς τιμές ορυκτών καυσίμων.
Ωστόσο, προσθέτει πως μεγάλο μέρος της αύξησης οφείλεται σε προσωρινά μέτρα στήριξης των τιμών, και ως εκ τούτου οι ρητές επιδοτήσεις αναμένεται να μειωθούν εάν οι διεθνείς τιμές συνεχίσουν να υποχωρούν από τα ανώτατα επίπεδά τους.
Το ΔΝΤ αναφέρει ότι τα ευρήματά του έρχονται την στιγμή που ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός αναφέρει ότι ο Ιούλιος ήταν ο θερμότερος μήνας που έχει καταγραφεί ποτέ, υπογραμμίζοντας την επείγουσα ανάγκη να περιοριστεί η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή.
Αναφέρει επίσης ότι οι επιδοτήσεις των ορυκτών καυσίμων αυξήθηκαν κατά 2 τρισεκατομμύρια δολάρια τα τελευταία δύο χρόνια, καθώς οι ρητές επιδοτήσεις υπερδιπλασιάστηκαν σε 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων συνεπάγεται τεράστιο περιβαλλοντικό κόστος – κυρίως από την τοπική ατμοσφαιρική ρύπανση και τις ζημιές από την υπερθέρμανση του πλανήτη.
«Η συντριπτική πλειονότητα των επιδοτήσεων είναι έμμεσες, καθώς το περιβαλλοντικό κόστος συχνά δεν αντικατοπτρίζεται στις τιμές των ορυκτών καυσίμων, ιδίως του άνθρακα και του ντίζελ», αναφέρει στην έκθεση του το ΔΝΤ και τονίζει πως η ανάλυσή του δείχνει ότι οι καταναλωτές δεν πλήρωσαν για περιβαλλοντικό κόστος πέραν των 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων πέρσι.
Το ΔΝΤ προσθέτει ότι ο αριθμός αυτός θα ήταν σχεδόν διπλάσιος εάν η ζημία στο κλίμα αποτιμόταν στα επίπεδα που βρέθηκαν σε πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature, αντί της βασικής του παραδοχής ότι το κόστος της υπερθέρμανσης του πλανήτη είναι ίσο με την τιμή των εκπομπών ρύπων που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού για τη θερμοκρασία.
Θα αυξηθούν οι σιωπηρές επιδοτήσεις
Το ΔΝΤ αναφέρει ότι οι σιωπηρές επιδοτήσεις προβλέπεται να αυξηθούν καθώς οι αναπτυσσόμενες χώρες – οι οποίες τείνουν να έχουν σταθμούς παραγωγής ενέργειας, εργοστάσια και οχήματα που ρυπαίνουν περισσότερο, καθώς και πυκνούς πληθυσμούς που ζουν και εργάζονται κοντά σε αυτές τις πηγές ρύπανσης- αυξάνουν την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων στα επίπεδα των προηγμένων οικονομιών.
«Εάν οι κυβερνήσεις καταργήσουν τις ρητές επιδοτήσεις και επιβάλουν διορθωτικούς φόρους, οι τιμές των καυσίμων θα αυξηθούν» και «αυτό θα οδηγούσε τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να λαμβάνουν υπόψη το περιβαλλοντικό κόστος κατά τη λήψη αποφάσεων κατανάλωσης και επενδύσεων», υπογραμμίζει.
Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με το ΔΝΤ, θα ήταν η σημαντική μείωση των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, καθαρότερος αέρας, λιγότερες πνευμονοπάθειες και καρδιοπάθειες και μεγαλύτερος δημοσιονομικός χώρος για τις κυβερνήσεις.
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η κατάργηση των ρητών και έμμεσων επιδοτήσεων ορυκτών καυσίμων θα απέτρεπε 1,6 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους ετησίως, θα αύξανε τα κρατικά έσοδα κατά 4,4 τρισεκατομμύρια δολάρια και θα έθετε τις εκπομπές ρύπων σε τροχιά επίτευξης των στόχων για την υπερθέρμανση του πλανήτη.
«Θα αναδιανέμονταν επίσης το εισόδημα, καθώς οι επιδοτήσεις καυσίμων ωφελούν τα πλούσια νοικοκυριά περισσότερο από τα φτωχά», σημειώνει.
Δύσκολη η κατάργηση των επιδοτήσεων
Ωστόσο, το ΔΝΤ αναγνωρίζει ότι η κατάργηση των επιδοτήσεων καυσίμων μπορεί να είναι δύσκολη, καθώς «οι κυβερνήσεις πρέπει να σχεδιάζουν, να επικοινωνούν και να εφαρμόζουν τις μεταρρυθμίσεις με σαφήνεια και προσοχή ως μέρος μιας ολοκληρωμένης δέσμης πολιτικών που υπογραμμίζουν τα οφέλη».
«Ένα μέρος των αυξημένων εσόδων θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την αποζημίωση των ευάλωτων νοικοκυριών για τις υψηλότερες τιμές ενέργειας», ενώ το υπόλοιπο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη μείωση των φόρων στην εργασία και τις επενδύσεις και τη χρηματοδότηση δημόσιων αγαθών όπως η εκπαίδευση, η υγειονομική περίθαλψη και η καθαρή ενέργεια.
«Με τις παγκόσμιες τιμές ενέργειας να υποχωρούν και τις εκπομπές να αυξάνονται, είναι η κατάλληλη στιγμή να καταργηθούν σταδιακά οι ρητές και σιωπηρές επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων, για έναν υγιέστερο και πιο βιώσιμο πλανήτη», καταλήγει.