Στο ιλιγγιώδες ποσό των 48,5 δισ. δολαρίων (περίπου 41,1 δισ. ευρώ) ανέρχεται ο παγκόσμιος μεταγραφικός «τζίρος» για τη δεκαετία 2011-2020, σύμφωνα με μελέτη που έδωσε στη δημοσιότητα η FIFA, αξιοποιώντας τα στοιχεία του συστήματος TMS, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή τον Οκτώβριο του 2010 και καταγράφει όλες τις μεταγραφικές κινήσεις στο ποδόσφαιρο.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία, η ποδοσφαιρική αγορά παρουσίαζε συνεχή διόγκωση ως το 2019, ξεκινώντας από τα 2,41 δισ. ευρώ του 2011 (πρώτος χρόνος εφαρμογής του TMS) και φτάνοντας στα 6,22 δισ. ευρώ το 2019. Ο οικονομικός αντίκτυπος της πανδημίας, είχε ως αποτελέσμα ο «τζίρος» να συρρικνωθεί το 2020, στα 4,77 δισ. ευρώ.
Οι πρώτες 30 θέσεις της λίστας καταλαμβάνονται από ευρωπαϊκούς συλλόγους, με τη Μάντσεστερ Σίτι να βρίσκεται στην κορυφή, ακολουθούμενη από την Τσέλσι, την Μπαρτσελόνα και την Παρί Σεν Ζερμέν (δεν αναφέρονται ακριβή νούμερα για κάθε σύλλογο ξεχωριστά). Οι 30 αυτοί σύλλογοι, δώδεκα από την Αγγλία, πέντε από την Ισπανία, πέντε από την Ιταλία, τρεις από τη Γερμανία, δύο από τη Γαλλία, δύο από την Πορτογαλία και ένας από τη Ρωσία, έχουν ξοδέψει αθροιστικά το 47% του συνολικού ποσού που έχει δαπανηθεί για μεταγραφές την τελευταία δεκαετία.
Στον αντίποδα, δύο ομάδες της Πορτογαλίας, η Μπενφίκα και η Σπόρτινγκ Λισαβόνας, παρουσιάζουν στο ίδιο διάστημα τα μεγαλύτερα έσοδα από πωλήσεις ποδοσφαιριστών.
Ένα αξιοπρόσεκτο στοιχείο της έρευνας, στο οποίο κάνει ιδιαίτερη αναφορά η FIFA, είναι το αυξανόμενο ποσοστό προμηθειών που λαμβάνουν οι διαμεσολαβητές μεταγραφών. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι προμήθειες των μάνατζερ «εκτοξεύθηκαν» από τα 111,1 εκατ. ευρώ του 2011 στα 542,8 εκατ. ευρώ το 2019, ήτοι από το 4,6% στο 8,7% του συνολικού μεταγραφικού «τζίρου».
ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ