Δεν έχει χρόνο ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν να χρησιμοποιήσει τον δημοσιονομικό και νομισματικό χώρο που διαθέτει για να στηρίξει την Κυβέρνησή του, σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης Scope Ratings, καθώς, όπως λέει, πλησιάζει μια αναδιάταξη με διαλυτικές επιπτώσεις στην τουρκική οικονομία, “εξ ου και η απόφασή του να πραγματοποιήσει τις εκλογές νωρίτερα από το αναμενόμενο”.
«Ενώ η νωρίτερα διεξαγωγή των προεδρικών και κοινοβουλευτικών εκλογών (τον Μάιο αντί τον Ιούνιο) έχει εν μέρει πολιτικά κίνητρα με στόχο να περιορίσει την ικανότητα των κομμάτων της αντιπολίτευσης να αξιοποιήσουν το προβάδισμά τους στις δημοσκοπήσεις, οι ολοένα και πιο παρεμβατικές οικονομικές πολιτικές αποδυναμώνουν έναν από τους πυλώνες της Τουρκίας (αξιολόγηση Β- /με αρνητικές προοπτικές) που αφορά τα εύρωστα δημόσια οικονομικά», υπογραμμίζει ο γερμανικό οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Ο Scope τονίζει πως είναι αβέβαιη η μετεκλογική οικονομική κατεύθυνση της χώρας, υπογραμμίζοντας ότι οι τρέχουσες πολιτικές του Τούρκου Προέδρου αυξάνουν το κόστος μελλοντικής προσαρμογής της οικονομίας, όπως είναι το πρόσφατα ανακοινωθέν σχέδιο πρόωρης συνταξιοδότησης, το οποίο θα έχει μακροπρόθεσμο αρνητικό αντίκτυπο στο δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ, δεδομένης της γήρανσης του πληθυσμού της Τουρκίας.
Αναφέρει πως η επόμενη Κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει δύσκολες οικονομικές και πολιτικές επιλογές: είτε η επόμενη Κυβέρνηση θα στοχεύσει σε μια ομαλή αλλά οικονομικά επώδυνη προσαρμογή μέσω της επιστροφής σε πιο ορθόδοξες πολιτικές για να τιθασεύσει τον πληθωρισμό και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών είτε θα παραμείνει στην τρέχουσα πορεία και να κινδυνεύσει με μια ξαφνική και άτακτη κρίση ισοζυγίου πληρωμών.
«Η αντιμετώπιση σημαντικών μακροοικονομικών ανισορροπιών θα απαιτούσε χρόνο ακόμη και αν υποτεθεί ότι θα βελτιωθεί η χάραξη οικονομικής πολιτικής από οποιαδήποτε νέα ηγεσία της Τουρκίας», επισημαίνει.
Αναφέρει επίσης ότι οι επενδυτές θα πρέπει να είναι σε εγρήγορση για ενδείξεις αυξανόμενης πίεσης στον τραπεζικό τομέα της Τουρκίας – πριν από τις εκλογές αλλά και μετά.
Σύμφωνα με τον γερμανικό οίκο αξιολόγησης, «οι κίνδυνοι αναχρηματοδότησης των τραπεζών έχουν αυξηθεί περαιτέρω καθώς αυξάνονται οι μακροοικονομικές ανισορροπίες ως αποτέλεσμα των ανορθόδοξων πολιτικών της κυβέρνησης».
«Η εξάρτηση της Άγκυρας από τις εγχώριες τράπεζες για την παροχή σκληρού νομίσματος στην Κεντρική Τράπεζα της χώρας και την απορρόφηση κρατικού χρέους έχει αυξηθεί, καθώς οι ξένοι επενδυτές έχουν μειώσει την έκθεση στις τουρκικές αγορές χρέους», υπογραμμίζει.
Σημειώνει πως η εξάρτηση των τραπεζών από την κεντρική τράπεζα για παροχή ρευστότητας σε ξένο συνάλλαγμα αυξάνει τους κινδύνους αναχρηματοδότησης τους.
Επιπλέον, ο Scope αναφέρει πως περίπου το 50% της διαθέσιμης ρευστότητας σε ξένο νόμισμα ύψους 90 δισεκατομμυρίων δολαρίων που διαθέτουν οι τουρκικές τράπεζες είναι σταθμευμένη στην Κεντρική Τράπεζα, κυρίως μέσω ανταλλαγών ξένου νομίσματος.
«Έτσι, σε περίπτωση που οι τράπεζες χρειαστεί να αποπληρώσουν σημαντικά ποσά χρέους ή καταθέσεων σε ξένο νόμισμα σε ένα σενάριο ακραίων καταστάσεων, θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε αυτή τη ρευστότητα», τονίζει και υπογραμμίζει πως η ικανότητα των τραπεζών να το πράξουν είναι αβέβαιη, καθώς μια τέτοια ενέργεια θα πίεζε τα αποθεματικά της Κεντρικής Τράπεζας.
Επίσης, ο Scope αναφέρει ότι η Κεντρική Τράπεζα τη Τουρκίας έχει εφαρμόσει νέους κανονισμούς που απαιτούν από τις τράπεζες να αγοράζουν περισσότερο δημόσιο χρέος για να μειώσουν το κόστος δαπανών για την Κυβέρνηση κατά την προεκλογική περίοδο, με τις αποδόσεις των 10ετών τουρκικών ομολόγων να βρίσκονται σήμερα στο περίπου 10%, όχι πολύ μακριά από αυτές των μελών της ΕΕ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Σημειώνει πως ο τραπεζικός τομέας κατέχει επί του παρόντος το 77% του εγχώριου χρέους της τουρκικής Κυβέρνησης ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων.