Πριν από μια δεκαετία, η Γερμανία ήταν «πρότυπο». Η οικονομία της δεν είχε απλώς αντέξει την άνοδο της Κίνας. Ευημερούσε ακολουθώντας την. Τα ισορροπημένα δημόσια οικονομικά της ξεχώριζαν σε έναν κόσμο τεράστιου κρατικού χρέους. Και ενώ οι Βρετανοί και Αμερικανοί νομοθέτες παγιδεύονταν στους πολιτισμικούς πολέμους, οι Γερμανοί πολιτικοί συνέχιζαν να ασκούν την τέχνη του συμβιβασμού.
Σήμερα, η Γερμανία έχει περάσει από το πρότυπο σε καθεστώς παρία, σχολιάζει η Wall Street Journal. Το οικονομικό της μοντέλο έχει καταρρεύσει, η αυτοπεποίθησή της έχει κλονιστεί και το πολιτικό της τοπίο έχει διαλυθεί. Σε αυτό το περιβάλλον λοιπόν θα διεξαχθούν οι εκλογές της ερχόμενης Κυριακής.
Η άλλοτε ατμομηχανή της Ευρώπης συρρικνώθηκε για δύο συνεχόμενα έτη, σβήνοντας κάθε ανάκαμψη που είχε σημειώσει μετά την πανδημία Covid-19. Η βιομηχανική της παραγωγή μειώθηκε περίπου κατά 10% την ίδια περίοδο, ενώ οι εταιρείες της, πιεσμένες από το αυξανόμενο κόστος και τις μειούμενες εξαγωγές, απολύουν χιλιάδες εργαζομένους κάθε μήνα. Όταν οι ψηφοφόροι προσέλθουν στις κάλπες την Κυριακή για να εκλέξουν νέο κοινοβούλιο, η ακροδεξιά πιθανότατα θα διπλασιάσει τις έδρες της, ενώ το κατακερματισμένο κέντρο ίσως δυσκολευτεί να σχηματίσει σταθερή κυβέρνηση.
Η δημιουργία μιας ενεργειακής κρίσης
Η Γερμανία υπήρξε πρωτοπόρος στη μείωση των εκπομπών CO₂, θέτοντας τον πρώτο φιλόδοξο νόμο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πριν από 25 χρόνια, με στόχο να γίνει ουδέτερη ως προς τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έως το 2045. Όμως, τα αποτελέσματα ήταν αμφιλεγόμενα. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, οι εκπομπές το 2023 μειώθηκαν κατά 60% σε σύγκριση με το 1990, αλλά η απότομη αυτή πτώση ήταν αποτέλεσμα της ύφεσης.
Παρά τις προσπάθειες, οι εκπομπές CO₂ ανά κάτοικο στη Γερμανία παραμένουν πάνω από τον παγκόσμιο και ευρωπαϊκό μέσο όρο, υψηλότερες του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας και ελαφρά κάτω από της Κίνας. Παράλληλα, τα γερμανικά νοικοκυριά πλήρωσαν το πρώτο εξάμηνο του 2024 τις υψηλότερες τιμές ηλεκτρικού ρεύματος στην ΕΕ.
Ένας σημαντικός λόγος ήταν η απόφαση της Άνγκελα Μέρκελ το 2011, μετά το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα, να επισπεύσει την προγραμματισμένη κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας. Αυτό αύξησε την εξάρτηση από τον άνθρακα και το ρωσικό φυσικό αέριο, ενώ οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι είχαν προειδοποιήσει για υπερβολική εξάρτηση από τη Ρωσία. Η Γερμανία αναγκάστηκε τελικά να επανεκκινήσει ανενεργούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με άνθρακα, επιβαρύνοντας περαιτέρω το περιβάλλον.
Η μαζική μετανάστευση
Το 2015, όταν η Μέρκελ επέτρεψε την είσοδο εκατοντάδων χιλιάδων αιτούντων άσυλο από τη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και την Αφρική, πολλοί Γερμανοί τους υποδέχθηκαν με ανοιχτές αγκάλες.
Όμως, η μεγαλύτερη μεταναστευτική ροή στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας προήλθε από μια μη – απόφαση, εξηγεί η Wall Street Journal. Τα σύνορα παρέμειναν ανοιχτά επειδή κανείς δεν ήθελε να αναλάβει την ευθύνη του κλεισίματος, φοβούμενος νομικές προσφυγές και χρήση βίας από την αστυνομία.
Η κοινή γνώμη στη συνέχεια μετατοπίστηκε αρνητικά, ενισχύοντας το ακροδεξιό κόμμα, Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Παρά τις σταδιακές αλλαγές στους νόμους περί μετανάστευσης, η χώρα κατέγραψε πάνω από 250.000 αιτήσεις ασύλου πέρυσι. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δαπανά ετησίως 30 δισ. ευρώ για επιδόματα προσφύγων- ποσό που υπερβαίνει το μισό του αμυντικού προϋπολογισμού ετησίως.
Οι αυτοκινητοβιομηχανίες μένουν πίσω
Δέκα χρόνια πριν, ενώ η Tesla εντυπωσίαζε με τα ακριβά ηλεκτρικά της οχήματα, οι γερμανικοί κολοσσοί της αυτοκινητοβιομηχανίας πίστευαν ότι η τεχνογνωσία τους στα συμβατικά αυτοκίνητα θα μεταφερόταν εύκολα στα ηλεκτρικά. Παράλληλα, θεωρούσαν δεδομένη τη συνεχή ζήτηση της Κίνας για βενζινοκίνητα οχήματα.
Όμως, η μετάβαση στα ηλεκτρικά βασίζεται κυρίως στις μπαταρίες και το λογισμικό- τομείς στους οποίους οι Γερμανοί δεν ήταν εξίσου προετοιμασμένοι. Σήμερα, οι κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν ξεπεράσει τις γερμανικές στην τεχνολογία EV, διαβρώνοντας το μερίδιό τους στην αγορά.
Η πτώση της καινοτομίας είναι εμφανής και στα στοιχεία για τις πατέντες: Το 2023, η Γερμανία κατέγραψε 133.000 αιτήσεις, λιγότερες από τις μισές σε σχέση με τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία. Οι περισσότερες αφορούσαν μηχανικές και βιομηχανικές εφαρμογές, ενώ οι ΗΠΑ και η Κίνα επικεντρώνονται στην ψηφιακή τεχνολογία και τις επικοινωνίες.
Πηγή: Ναυτεμπορική