Νέα εποχή, τόσο στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις όσο, πολύ περισσότερο, και στη θέση του υπολογίσιμου παίκτη στο διεθνές γίγνεσθαι που διεκδικεί η Ελλάδα στο καινούργιο γεωπολιτικό περιβάλλον, σηματοδοτεί η επίσκεψη του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν στη χώρα μας.
Το ουσιαστικό περιεχόμενο που είχαν οι επαφές τις οποίες έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον Λευκό Οίκο και στο Καπιτώλιο πέρυσι εκτιμάται ότι οδηγεί σε νέα δεδομένα για τις γεωπολιτικές ισορροπίες στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, με έμφαση στον ενεργειακό τομέα, αλλά και στους συσχετισμούς δυνάμεων στην περιοχή μας.
Μόνο τυχαία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η πρόσφατη αναφορά του πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Τζορτζ Τσούνης, σημειώνοντας ότι «οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις δεν ήταν ποτέ πιο ισχυρές, χάρη στη δουλειά της κυβέρνησης, του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου και της επιχειρηματικής κοινότητας».
Ευθύς εξαρχής, ο Αμερικανός πρέσβης χαρακτήρισε επιτυχημένη την περσινή χρονιά για τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ. «Είδαμε πολλές αμερικανικές επιχειρήσεις, από την Amazon Web Services, τη Microsoft, την JP Morgan και τη Meta, να κάνουν μεγάλες επενδύσεις στην Ελλάδα» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Παράλληλα, επεσήμανε πως υπάρχουν τεράστιες προοπτικές για τις ελληνοαμερικανικές εμπορικές σχέσεις τα επόμενα χρόνια.
Όσον αφορά τη φετινή χρονιά, ο Τζορτζ Τσούνης δήλωσε ακόμη πιο πεπεισμένος για το οικονομικό μέλλον της Ελλάδας
και υπογράμμισε πως «οι καλύτερες ημέρες της είναι μπροστά». Μάλιστα, έστειλε το μήνυμα πως «έρχονται και άλλες επενδύσεις» από τις ΗΠΑ και έδωσε έμφαση στις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, λέγοντας πως απογειώνονται. «Αύτη τη στιγμή έρχονται ακόμα περισσότερες αμερικανικές εταιρείες να επενδύσουν στο κοινό μας μέλλον. Αναγνωρίζουν τα ταλέντα στην Ελλάδα και τις μεγάλες δυνατότητες» είπε και αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, σε επενδύσεις στους τομείς της τεχνολογίας, των οπτικών ινών 5G, στην ενέργεια, στον τουρισμό, στη ναυτιλία.
Ειδικότερα στην ενέργεια υπογράμμισε πως οι ΗΠΑ στηρίζουν τον ρόλο της Ελλάδας ως ηγέτη σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή για τη διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού.
Η παρουσία μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων ανά τη χώρα
Η πιο πρόσφατη επένδυση της Deloitte είναι στα Ιωάννινα, στο τέλος του περασμένου μήνα, που έκανε τα εγκαίνια των τοπικών της γραφείων, αλλά και του Hub καινοτομίας υπό τον τίτλο «Brainzone». Το τελευταίο αναμένεται να βοηθήσει στην επιτάχυνση της ανάπτυξης και της επιτυχούς δραστηριοποίησης νέων επιχειρήσεων στην πόλη. Ήδη στη συγκεκριμένη δομή εργάζονται 78 στελέχη, με την προοπτική να φθάσουν τα 200.
Την ίδια ώρα το δυναμικό της Deloitte στην Ελλάδα έχει ξεπεράσει πλέον τα 1.000 άτομα. Το Alexander Competence Center που δημιουργήθηκε το 2017 στη Θεσσαλονίκη ήταν και αυτό που έκανε την αρχή, ώστε αργότερα να εξελιχθεί η συμπρωτεύουσα σε Νο1 προορισμό επενδύσεων σε Hubs από ξένες πολυεθνικές, όπως η Pfizer και η Cisco.
Συνολικά, πάντως, η Deloitte δεν έχει κρύψει ότι το στρατηγικό της σχέδιο στην Ελλάδα κινείται στην κατεύθυνση της επέκτασης της παρουσίας της σε τέσσερις βασικούς σταθμούς-«hubs», σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο και Πάτρα. Μάλιστα, ήδη γίνονται πλάνα για την ανάπτυξη του Ηρακλείου στην Κρήτη. Σημειωτέον, Πάτρα και Κρήτη αναμένεται να παίξουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του Κέντρου Αριστείας γύρω από βιώσιμες τεχνολογίες σε συνεργασία με την Google.
Την Deloitte ακολούθησε η Cisco με το DT&S, το Διεθνές Κέντρο Ψηφιακού Μετασχηματισμού, που δημιουργήθηκε με τη συνεργασία του Δήμου Θεσσαλονίκης στις εγκαταστάσεις των πρώην δημοτικών σφαγείων. Στον συγκεκριμένο χώρο προωθούνται συνεργατικές δικτυώσεις επιχειρήσεων αλλά και φορέων του Δημοσίου με νεοφυείς επιχειρήσεις όπου αναπτύσσονται λύσεις που απασχολούν οποιονδήποτε τομέα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Την κορυφή όλων βέβαια αποτελεί η επένδυση του βιοφαρμακευτικού γίγαντα της Pfizer από το 2019. Η πολυεθνική, στο τιμόνι της οποίας βρίσκεται ο Θεσσαλονικιός κ. Άλμπερτ Μπουρλά, έχει ήδη εγκαταστήσει το Κέντρο Ψηφιακής Καινοτομίας (CDI), όπως και το Global Business Center για ενδοομιλικές υπηρεσίες, στα οποία ήδη συνολικά απασχολούνται 720 άτομα.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, η επένδυση ξεπερνά τα 100 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, ο αντίκτυπός της στην τοπική οικονομία και κοινωνία είναι πολύ μεγαλύτερος.
Το ΙΟΒΕ με πρόσφατη μελέτη του υπολόγιζε ότι η επένδυση στην πλήρη εξέλιξή της θα αυξήσει κατά περισσότερο από 650 εκατ. ευρώ το ΑΕΠ της πόλης και θα προσφέρει στη Θεσσαλονίκη και στη Βόρεια Ελλάδα πάνω από 1.100 θέσεις εργασίας. Σε βάθος δεκαετίας, σύμφωνα με τον κ. Μπουρλά, ο πήχης θα έχει τοποθετηθεί πολύ πιο ψηλά, αφού ο ίδιος εκτιμά πως τα δύο κέντρα της πολυεθνικής θα δημιουργήσουν 2.600 έμμεσες και άμεσες θέσεις εργασίας στη Θεσσαλονίκη, αποφέροντας παράλληλα 1,6 δισ. ευρώ στο ελληνικό ΑΕΠ. Το σημαντικότερο όμως, όπως φάνηκε και στις δύο νέες αμερικανικές επενδύσεις που μεθοδεύονται στην πόλη, είναι ότι το ρίσκο και η επιτυχία της Pfizer οδηγούν κι άλλες σημαντικές εταιρείες να ακολουθήσουν το παράδειγμά της.