Με τις αποδόσεις των ομολόγων να ανεβαίνουν λόγω των αυξήσεων των επιτοκίων, αλλά και τις κεντρικές τράπεζες να πιέζουν για δημοσιονομική σύσφιγξη ώστε να μην αποδυναμώνονται οι πολιτικές αντιμετώπισης του πληθωρισμού, η ελληνική κυβέρνηση ενεργοποιεί όλες τις πολιτικές που απαιτούνται ώστε να μείνει… «εκτός κάδρου».

Επενδυτική βαθμίδα

Tο αμέσως επόμενο διάστημα θα «επικοινωνηθεί» εκ νέου στις αγορές η δέσμευση της κυβέρνησης για παραγωγή υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και φέτος και του χρόνου, όπως επίσης και η λήψη σειράς μέτρων για τη συνεχή μείωση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ.

Αν τον Σεπτέμβριο επιτευχθεί ο στόχος για ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και από τους μεγάλους διεθνείς οίκους που αναγνωρίζει η ΕΚΤ -Fitch, S&P και αργότερα Moody’s, καθώς ο συγκεκριμένος οίκος μάς έχει τρεις βαθμίδες κάτω από την επενδυτική-, ο αρμόδιος Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) θα μπορέσει να κινηθεί πιο επιθετικά προς την κατεύθυνση της απομείωσης της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ το 2024. Κεντρικός στόχος, η Ελλάδα να πάψει να είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία χρέους / ΑΕΠ στην Ευρωζώνη ακόμη και μέσα στο 2025.

Συγκυρία

Η υποβάθμιση της μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη από τον οίκο Fitch -η οποία με τη σειρά της προκάλεσε πολλές συζητήσεις σε όλα τα οικονομικά κέντρα της υφηλίου σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν στη συγκεκριμένη απόφαση- γίνεται σε μια συγκυρία που το δημόσιο χρέος επανέρχεται στο επίκεντρο των συζητήσεων.

Στην Ευρώπη, τόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιμένουν στην ανάγκη να αποσυρθούν πλέον τα μέτρα στήριξης, ώστε οι ευρωπαϊκές οικονομίες να επανέλθουν στον δρόμο των βελτιωμένων δημοσιονομικών επιδόσεων, αλλά και των πολιτικών αύξησης της βιωσιμότητας του χρέους. Με τις αποδόσεις των ομολόγων να έχουν ήδη ανέβει σε υψηλά επίπεδα -το αμερικανικό 10ετές ανέβηκε χθες μέχρι και το 4,18%, με το γερμανικό να ανέρχεται στο 2,55%, το βρετανικό στο 4,5% και το ιταλικό στο 4,26%-, βασικό ζητούμενο για την Ελλάδα είναι να παραμείνει «έξω από το κάδρο». Προς το παρόν, υπάρχουν οι προϋποθέσεις:

  1. Λόγω της αναδιάρθρωσης που έγινε τα τελευταία 12 χρόνια στο ελληνικό χρέος, η Ελλάδα έχει από τις μικρότερες ανάγκες αναχρηματοδότησης σε διεθνές επίπεδο. Το πρόγραμμα δανεισμού του 2024 θα προβλέπει την έκδοση ομολόγων ακόμη και κάτω των 7-8 δισ. ευρώ, ενώ μέχρι το τέλος του χρόνου θα έχουν αποπληρωθεί τα διμερή δάνεια της επόμενης χρονιάς. Άρα τα χρεολύσια του 2024 θα είναι ελάχιστα και θα μπορούν να καλυφθούν ακόμη και με δύο εκδόσεις ομολόγων στο σύνολο του έτους.
  2. Λόγω των περιορισμένων αναχρηματοδοτήσεων, των swaps που έχουν συναφθεί -και από τα οποία ο ΟΔΔΗΧ καρπώνεται πλέον κέρδη λόγω της αύξησης των επιτοκίων-, η Ελλάδα δεν επηρεάζεται από το «ακριβό χρήμα», οπότε η δαπάνη για τους τόκους παραμένει σχετικά σταθερή, στα 5 δισ. ευρώ τον χρόνο. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό και με την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ διασφαλίζουν τη συνέχιση της πτωτικής πορείας στην αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Για το 2024, η αναλογία μπορεί να περιοριστεί ακόμη και στο 150%- 155% του ΑΕΠ.
  3. Το «μαξιλάρι» ρευστότητας παραμένει σε υψηλά επίπεδα, της τάξεως των 36-37 δισ. ευρώ, ενώ, ακόμη και μετά τις πρόωρες αποπληρωμές που προγραμματίζονται μέχρι το τέλος του χρόνου, δεν αναμένεται να υποχωρήσει κάτω από τα 31-32 δισ. ευρώ με το κλείσιμο του 2023. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με τη μεγαλύτερη αναλογία ρευστότητας αναλογικά με το ΑΕΠ της και μια
    από τις ελάχιστες που μπορούν να καλύψουν τις δανειακές υποχρεώσεις των επόμενων τουλάχιστον 2-3 ετών ακόμη και αν δεν γίνει καμία έξοδος στις αγορές.

Οι πολιτικές κινήσεις

Αυτά τα χαρακτηριστικά θα… εμπλουτιστούν και με τις πολιτικές κινήσεις που θα διαβεβαιώνουν αρχικά τις αγορές -και κατά συνέπεια και τους εταίρους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή- ότι η Ελλάδα δεν θα αποτελέσει μέρος του προβλήματος.

Ήδη, η ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ θα διανθιστεί με διαβεβαιώσεις ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα κλείσει φέτος στην περιοχή του 0,7% έως 1% και ότι το 2024 θα παραχθεί πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 2%, με «όπλο» την αύξηση των φορολογικών εσόδων, αλλά και τη συγκρατημένη μεταβολή των δημοσίων δαπανών.

Η δέσμευση θα αποτυπωθεί και με νούμερα στο προσχέδιο του προϋπολογισμού, το οποίο αναμένεται να κατατεθεί την πρώτη εβδομάδα του Οκτωβρίου στη Βουλή. Οι «εξετάσεις» για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα δοθούν πρακτικά το φθινόπωρο.

Πάντως το ερώτημα παραμένει: θα μας αναβαθμίσουν ή όχι οι τρεις μεγάλοι οίκοι; Το χρονοδιάγραμμα είναι το εξής: Ο οίκος DBRS θα δημοσιεύσει τη δική του έκθεση στις 8 Σεπτεμβρίου, δύο ημέρες πριν από την ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ. Στις 15 Σεπτεμβρίου θα ακολουθήσει η Moody’s και στις 20 Οκτωβρίου (μετά την κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού) η Standard and Poor’s. O φετινός κύκλος θα κλείσει την 1η Δεκεμβρίου με τον οίκο Fitch.

Θάνος Τσίρος  [email protected]