Μεγάλες ζημίες βλέπει ο οίκος Fitch για τις εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) που αποτελούν το ευρωσύστημα και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), εξαιτίας των υψηλότερων δαπανών για τόκους στα αποθεματικά των εμπορικών τραπεζών. Μάλιστα, προβλέπει ότι οι συνολικές ζημίες θα ξεπεράσουν τα 160 δισ. ευρώ (με μέσο όρο 0,2% του ΑΕΠ ετησίως) την περίοδο 2024-2028 προ προβλέψεων, αποθεματικών και φόρων.
Όπως εξηγεί ο Fitch, τα αποθεματικά ενισχύθηκαν την τελευταία δεκαετία από την ποσοτική χαλάρωση μεγάλης κλίμακας (QE). Αλλά οι απώλειες θα μειωθούν με την πάροδο του χρόνου καθώς η ΕΚΤ αναμένεται να μειώσει το επιτόκιο πολιτικής της και ο ισολογισμός να συρρικνωθεί.
Αυτές οι απώλειες θα πλήξουν τα κεφάλαια των κεντρικών τραπεζών και θα αποκλείσουν μεταφορές προς τις αντίστοιχες κυβερνήσεις τους, ασκώντας πρόσθετη πίεση στα δημόσια οικονομικά. Ο Fitch δεν αναμένει επί του παρόντος άμεσες επιπτώσεις από τις απώλειες του Ευρωσυστήματος.
Από τις τέσσερις μεγαλύτερες ΕθνΚΤ που εξετάζει λεπτομερώς, η Bundesbank – η οποία εξάντλησε τις υπόλοιπες προβλέψεις της έναντι του κινδύνου το 2023 – και η Banque de France (BdF) θα πληγούν περισσότερο.
Δεν θα επηρεαστεί η νομισματική πολιτική
Παρόλα αυτά, η Fitch δεν αναμένει ότι τα κέρδη ή οι ζημίες θα επηρεάσουν τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Οι κίνδυνοι για την αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής από τις επίμονες απώλειες μειώνονται από το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις είναι απίθανο να χρειαστεί να τις ανακεφαλαιοποιήσουν.
Εκτιμά, δε, ότι οι τέσσερις ΕθνΚΤ και το Ευρωσύστημα ως σύνολο θα πρέπει να διατηρήσουν θετικά συνολικά καθαρά ίδια κεφάλαια και να μεταφέρουν τις ζημίες.
Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος έχουν επίσης υποστεί λογιστικές ζημίες αποτίμησης έως και 3% του ΑΕΠ της ευρωζώνης σε ομόλογα που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του QE, αλλά αυτές οι ζημίες θα έπρεπε να αναγνωριστούν μόνο εάν οι τίτλοι πωληθούν πριν από τη λήξη.
Η ζημία για τις εθνικές τους κυβερνήσεις είναι πιθανό να περιοριστεί στη συνεισφορά του προϋπολογισμού των ΕθνΚΤ, η οποία ενισχύθηκε στην εποχή της ποσοτικής χαλάρωσης. Η συνεισφορά ήταν κατά μέσο όρο 0,1%-0,2% του ΑΕΠ ετησίως για τις τέσσερις μεγαλύτερες ΕθνΚΤ του Ευρωσυστήματος την περίοδο 2009-2023.
Πηγή: ΟΤ