Της Έφης Τριήρη
Ένα νέο ρήγμα διαφαίνεται στους κόλπους της ΕΚΤ και αυτή τη φορά είναι για το πόσο άμεσα η νομισματική πολιτική θα πρέπει να ανταποκριθεί για να συγκρατήσει τον επίμονα υψηλό πληθωρισμό.
Η συνεδρίαση του Δεκεμβρίου γίνεται άκρως καθοριστική για τις αποφάσεις της επόμενης μέρας, μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων (ΡΕΡΡ), όμως όσο πλησιάζει η ημερομηνία αυτή οι απόψεις φαίνεται να διίστανται για το εάν οι πληθωριστικές πιέσεις θα ενταθούν ή θα περιοριστούν. Θα βρεθεί τελικά ισορροπία ανάμεσα στους διαμορφωτές πολιτικής που ζητούν άμεση δράση και σε αυτούς που τάσσονται υπέρ μιας πιο σταδιακής και υπομονετικής προσέγγισης;
Η επίσημη γραμμή της ΕΚΤ είναι ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο απ’ ό,τι αναμενόταν αρχικά χρονικό διάστημα, προτού υποχωρήσει, όταν τα προβλήματα στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα περιοριστούν και οι προσωρινοί παράγοντες που τον πυροδοτούν εξαλειφθούν. Παρότι όμως η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ έχει αποκλείσει την πιθανότητα μιας επιτοκιακής αύξησης το 2022, υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν συμμερίζονται τη θέση αυτή και τα 25 μέλη του Δ.Σ. της ΕΚΤ.
Ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς ντε Γκίντος, προειδοποίησε για μία πιο παρατεταμένη περίοδο υψηλών τιμών. «Ο πληθωρισμός θα επιβραδυνθεί τον επόμενο χρόνο χωρίς αμφιβολία. Όμως, η ένταση και η ταχύτητα της μείωσης ενδεχομένως να μην είναι αυτές που περιμέναμε πριν από μερικούς μήνες», ανέφερε. Ο Μπόσταν Βάσλε, διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Σλοβενίας, έχει την ίδια άποψη, σε αντίθεση με τον διοικητή της ιρλανδικής κεντρικής τράπεζας που ζητά πιο άμεση δράση, εάν αυτό κριθεί αναγκαίο. «Θεωρώ ότι θα πρέπει να ληφθούν μέτρα πιο γρήγορα παρά αργότερα, εάν θεωρήσουμε ότι θα πρέπει να αντιδράσουμε. Αυτή τη στιγμή συμφωνώ με την πολιτική μας, όμως θα πρέπει να είμαστε σε απόλυτη εγρήγορση», είπε ο Ιρλανδός κεντρικός τραπεζίτης.
Μία μέρα νωρίτερα, το μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου Ιζαμπέλ Σνάμπελ σημείωσε ότι μία «πρόωρη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής θα μπορούσε να πλήξει την ανάπτυξη της οικονομίας και να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην απασχόληση». Στο ίδιο μήκος κύματος και οι θέσεις του διοικητή της κεντρικής τράπεζας της Γαλλίας, Βιλερουά ντε Γκαλό, ο οποίος ανέφερε ότι δεν βλέπει κάποιο λόγο για την ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκιά της το επόμενο έτος, εξακολουθώντας να χαρακτηρίζει προσωρινό τον πληθωρισμό.
Ο Πορτογάλος κεντρικός τραπεζίτης Μάριο Σεντένο εφιστά προσοχή τονίζοντας ότι μία βραχυπρόθεσμη ανάκαμψη θα πρέπει να αποφευχθεί με κάθε κόστος, ενώ ο Εσθονός Μάντις Μιούλερ αμφιβάλλει ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει σταθερός σε ένα επίπεδο κοντά στο 2%. Όσο για τον Αυστριακό Ρόμπερτ Χόλζμαν, δηλωμένο «γεράκι» της ΕΚΤ, έχει χαμηλώσει τους τόνους, λέγοντας ότι μία επιτοκιακή αύξηση το 2022 θα ήταν αντιπαραγωγική, ενώ τη θεωρεί απίθανη με βάση τις σημερινές κατευθυντήριες γραμμές της κεντρικής τράπεζας.
«Η ΕΚΤ θα επιλέξει να παραμείνει σταθερή στις θέσεις της για κάποιο διάστημα, αποφεύγοντας την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής της. Ακόμη και εάν οι ελλείψεις σε πρώτες ύλες συνεχιστούν και ο πληθωρισμός εξακολουθήσει να ξεπερνά τις προσδοκίες κατά τους πρώτους μήνες του επόμενου έτους, το σκηνικό αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει την εικόνα της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό», εκτιμά ο Γεργκ Κρέμερ, επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank. Ωστόσο, με τον ετήσιο πληθωρισμό στο 4,1%, υψηλό 13 ετών, υπερδιπλάσιο του στόχου, οι αγορές προεξοφλούν μία επιτοκιακή αύξηση των 10 μονάδων βάσης το επόμενο έτος και παρότι οι ομολογιακές αποδόσεις έχουν «μαζέψει» μετά την εκρηκτική άνοδο των τελευταίων συνεδριάσεων, οι προοπτικές παραμένουν ιδιαίτερα αβέβαιες.
Οι λιανικές πωλήσεις
Αβέβαιες καθιστούν τις οικονομικές προοπτικές της Ευρωζώνης και τα νέα στατιστικά στοιχεία. Οι πωλήσεις λιανικής σημείωσαν απρόσμενη πτώση τον Σεπτέμβριο, κυρίως λόγω της εξασθένησης της Γερμανίας. Οι πωλήσεις μειώθηκαν 0,3% σε μηνιαία βάση, παρότι ενισχύθηκαν 2,5% έναντι της αντίστοιχης περσινής περιόδου, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Tη μεγαλύτερη πτώση, 2,5%, παρουσίασαν οι πωλήσεις λιανικής στη Γερμανία, ενώ πιο βαθιά στο «κόκκινο» διολίσθησαν και η Φινλανδία και η Ολλανδία. Αρνητική επίδοση είχε και η βιομηχανική παραγωγή στον «πυρήνα», εξαιτίας των ελλείψεων σε πρώτες ύλες και ημιαγωγούς. Στη Γερμανία, η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε 1,1% σε μηνιαία βάση και 2,4% στο τρίτο τρίμηνο, ενώ είναι κατά 9,5% χαμηλότερη από τα επίπεδα του περσινού Φεβρουαρίου, σύμφωνα με την εθνική στατιστική υπηρεσία της Γερμανίας. Στη Γαλλία, ο «αδύναμος κρίκος» είναι η αυτοκινητοβιομηχανία, με τη βιομηχανική παραγωγή να συρρικνώνεται περίπου 15% από τα επίπεδα του Αυγούστου.