H πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι μεν πιστωτικά θετική, όσον αφορά την κερδοφορία των τραπεζών, αλλά οι κλυδωνισμοί από προβληματικές τράπεζες στις ΗΠΑ περιπλέκουν το περιβάλλον τόσο για τις τράπεζες όσο και για τη λήψη αποφάσεων σε θέματα νομισματικής πολιτικής, εκτιμά ο οίκος αξιολόγησης Moody’s.
Η ΕΚΤ προχώρησε την περασμένη Πέμπτη σε νέα αύξηση των βασικών της επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, στην έκτη κατά συνέχεια αύξηση των επιτοκίων, τα οποία έφθασαν στο ψηλότερο σημείο από τον Νοέμβριο του 2008.
Όπως αναφέρει στο οικονομικό του δελτίο «Πιστωτικές Προοπτικές», η ΕΚΤ πρέπει να συνεχίσει να επιδιώκει την επίτευξη του στόχου της σταθερότητας των τιμών, αλλά οι τρέχουσες συγκυρίες αυξάνουν περαιτέρω αυτή την πρόκληση.
«Η απότομη αύξηση στις αποδόσεις των ομολόγων έχει μειώσει τη αγοραία αξία των τίτλων αυτών, που διακρατούνται από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και αυτό συνέβη στην περίπτωση κάποιων αμερικανικών τραπεζών, οδηγώντας σε φυγή καταθέσεων και ανησυχίες για την ρευστότητα τους», σημειώνει ο οίκος.
Ο Mοοdy’s τονίζει ωστόσο ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι γενικά λιγότερο εκτεθειμένες σε αυτούς τους κινδύνους, δεδομένου ότι διακρατούν λιγότερα ομόλογα σε σύγκριση με τα συνολικά τους περιουσιακά στοιχεία. Ειδικότερα, οι επενδύσεις σε ομόλογα αντιστοιχούν στο 11% των συνολικών στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών της ευρωζώνης, σε αντίθεση με το 24% στις ΗΠΑ. Παράλληλα, περίπου το 40% του χαρτοφυλακίου ομολόγων στην ευρωζώνη είναι σε κρατικά ομόλογα, έναντι του 80% κρατικών και κυβερνητικών ομολόγων στις αμερικανικές τράπεζες.
Επιπλέον, τα ρευστά των ευρωπαϊκών τραπεζών που βρίσκονται στις Κεντρικές Τράπεζες αποτελούν το 16% των συνολικών στοιχείων ενεργητικού, γεγονός που τις καθιστά λιγότερο ευάλωτες στην πώληση ομολόγων στην αγορά και στην καταγραφή ζημιών, κάτι που ίσχυσε στην περίπτωση της αμερικανικής Silicon Valley, η οποία κατέρρευσε την προηγούμενη βδομάδα.