Χαμηλές προσδοκίες για τελική συμφωνία αναφορικά με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ καλλιεργεί η σημερινή εξ’ αποστάσεως συνεδρίαση του Ecofin, με έντονο το ελληνικό ενδιαφέρον. Αν και δε συνηθίζεται η λήψη σημαντικών αποφάσεων σε τηλεδιασκέψεις, τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί σε σχέση με την ολοκλήρωση της διαδικασίας για τα σημεία της συμφωνηθείσας αναθεώρησης. Ωστόσο, εάν η συζήτηση δεν καταλήξει, δεν αποκλείεται να υπάρξει και δεύτερο έκτακτο Ecofin εντός του ερχόμενου Ιανουαρίου. Κι όλα αυτά βεβαίως για να διαμορφωθεί η πρόταση που θα οδηγηθεί στην έκτακτη Σύνοδο Κορυφής μέσα στον ίδιο μήνα, προκειμένου να ληφθεί η οριστική απόφαση.
Οι προσδοκίες της Ελλάδας
Αυτό το οποίο ενδιαφέρει την ελληνική πλευρά, η οποία θα εκπροσωπηθεί από τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστή Χαζτζηδάκη, είναι να μην προσμετρώνται οι αμυντικές δαπάνες στο έλλειμμα, εφόσον μία χώρα βρεθεί σε κατάσταση υψηλού ελλείμματος. Στο θέμα τον αμυντικών δαπανών και της εξαίρεσής τους στην προσμέτρηση των δημοσιονομικών μεγεθών υπάρχει μια απόσταση. Κι αυτό γιατί η γερμανική πλευρά ζητά να ισχύει μόνο όταν ένα κράτος απειλείται και αναγκαστεί να προβεί σε επιπλέον αμυντικές δαπάνες που δεν έχουν προβλεφθεί στο μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό της. Πάντως, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η ελληνική πλευρά δε αποτύπωσε δημόσια την πρότασή της σε σχέση με το ποια θα έπρεπε να είναι η τελική απόφαση του Συμφώνου Σταθερότητας, κάτι το οποίο αποτελεί ζήτημα επίκρισης που αφορά το Μέγαρο Μαξίμου, το οποίο δίνει πάντοτε τον τόνο.
Αναφορικά με το ελληνικό δημόσιο χρέος το οποίο είναι ρυθμισμένο μέχρι το 2032, βάσει της συμφωνίας του 2018, θα πρέπει να υπάρξει κάποια πρόβλεψη. Κι αυτό διότι η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ότι τότε θα υπάρξει μια απότομη αλλά έκτακτη άνοδος του δημόσιου χρέους ύψους , καθώς ολοκληρώνεται η περίοδος των αποκαλούμενων μεσοπρόθεσμων μέτρων ρύθμισης του ελληνικού χρέους. Συνεπώς, η Ελλάδα υποστηρίζει ότι το παραπάνω δε θα πρέπει να αντανακλάται στη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να υπενθυμιστεί πως η συμφωνία του 2018 προέβλεπε και την εφαρμογή μακροπρόθεσμων μέτρων, τα οποία θα μπορούσαν να εφαρμοστούν, μετά από απόφαση Eurogroup από το 2032 και μετά.
Πού έχουν καταλήξει μέχρι στιγμής
Από εκεί και πέρα, αξίζει να σημειωθεί πως οι 27 έχουν μέχρι τώρα καταλήξει να διατηρηθούν ανέπαφοι οι αρχικοί στόχοι για το έλλειμμα και το χρέος, για να αποφευχθεί μια επώδυνη αλλαγή της συνθήκης.
Το κείμενο που συμφωνήθηκε (με τα μέχρι στιγμής δεδομένα) ορίζει ετήσια μείωση 1% του χρέους για τις χώρες που υπερβαίνουν τα επίπεδα του 90% ως προς το ΑΕΠ και 0,5% για εκείνα τα κράτη μέλη των οποίων το χρέος κυμαίνεται μεταξύ 60% και 90% του ΑΕΠ. Το παραπάνω οδηγεί σε στόχο για έλλειμμα 1,5% για την πρώτη περίπτωση και 2% στη δεύτερη περίπτωση.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα εξετάζει τις δαπάνες και θα καθορίζει ότι οι χώρες δεν συσσωρεύουν ετήσιες αποκλίσεις μεγαλύτερες από 0,5% ή 0,75% στην τετραετή περίοδο προσαρμογής. Αν υπάρξει υπέρβαση αυτών των ορίων, η Κομισιόν θα κινήσει διαδικασία επιβολής κυρώσεων.
Ένα σημείο διαφωνίας το οποίο υπάρχει έχει σχέση με την αρνητική στάση επτά χωρών που αντιτάσσονται σθεναρά στην αφαίρεση των τόκων του χρέους από τους υπολογισμούς για τα ελλείμματα. Όπως προκύπτει, οι χώρες Ολλανδία, Φινλανδία, Δανία, Σουηδία, Αυστρία, Λουξεμβούργο και Ιρλανδία έχουν αντιταχθεί στην αφαίρεση των τόκων του χρέους από τον υπολογισμό της προσαρμογής.
Πηγή: OT