Τα πράγματα δεν πάνε καλά στη Γερμανία. Η χώρα χάνει σε οικονομική ισχύ. Η βιομηχανία στενάζει κάτω από τις υψηλές τιμές ενέργειας, την υπερβολική γραφειοκρατία και τα βιβλία παραγγελιών αδειάζουν. Η ψηφιοποίηση κινείται με ρυθμό σημειωτόν, οι υποδομές βρίσκονται εν μέρει σε κατάσταση διάλυσης και ο κατασκευαστικός κλάδος έχει πραγματικά καταρρεύσει.
Ο πληθωρισμός έχει ανεβάσει τις τιμές και ο κόσμος έχει περιορίσει τις αγορές του.
Τα ινστιτούτα οικονομικών ερευνών αναθεώρησαν προς τα κάτω τις οικονομικές τους προβλέψεις για τη Γερμανία. Οι νέες προβλέψεις για την ύφεση που βγήκαν στο φως της δημοσιότητας πριν από μερικές εβδομάδες αναθεωρούνται, η ύφεση αναμένεται πιο βαθιά από ό,τι αναμενόταν. Ο βρετανικός Economist έθεσε πρόσφατα στο πρωτοσέλιδό της το ερώτημα, αν η Γερμανία είναι και πάλι «ο ασθενής της Ευρώπης».
Όλα αυτά δεν μπορούν ασφαλώς να αφήσουν αδιάφορη τη γερμανική κυβέρνηση, αλλά τις τελευταίες εβδομάδες ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς δεν έδωσε την εντύπωση ότι ανησυχεί. Σε άρθρο του στο Spiegel ο Κρίσοφ Χίκμαν έγραφε χαρακτηριστικά ότι αυτές τις ημέρες «ο καγκελάριος θυμίζει κτηματομεσίτη που διαφημίζει καλύβα ως όαση ευημερίας».
Από υπομονή στο… «Σύμφωνο για τη Γερμανία»
«Επινοούνται δυσκολίες που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματική δύναμη της γερμανικής οικονομίας», δήλωσε μόλις τον περασμένο Αύγουστο φέροντας το επιχείρημα ότι η κυβέρνησή του έχει δρομολογήσει πολλά νομοθετικά σχέδια για τον ενεργειακό εφοδιασμό και την εξασφάλιση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού που τώρα θα χρειαστεί λίγη υπομονή για να επενεργήσουν.
Αλλά η σύσταση για υπομονή δεν είχε διάρκεια. Η εμφάνιση του καγκελαρίου στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό στη γερμανική Βουλή προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη. Όχι μόνο οπτικά με ένα μαύρο κάλυμμα στο δεξί του μάτι και ένα γρατζουνισμένο πρόσωπο μετά τον τραυματισμό του κατά τη διάρκεια τζόκινγκ. Αλλά και επί της ουσίας.
Αντί για υπομονή απαιτούσε τώρα ταχύτητα, να επιταχυνθούν οι μηχανές. «Οι πολίτες έχουν κουραστεί από αυτή την ακινησία, το ίδιο και εγώ”». Και παρουσίασε ένα σχέδιο με την επωνυμία «Σύμφωνο για τη Γερμανία». Μαζί πρέπει «να αποτινάξουμε τη γραφειοκρατία, την αποστροφή προς την ανάληψη ρίσκου και την απογοήτευση» υπογράμμισε ο καγκελάριος, διότι αυτό «παραλύει την οικονομία μας και προκαλεί απογοήτευση στους πολίτες της χώρας που το μόνο που θέλουν είναι να λειτουργήσει σωστά».
Η φράση «Σύμφωνο για τη Γερμανία» δεν είναι ίσως εντελώς ευτυχής επιλογή, διότι με αυτόν ακριβώς τον όρο δύο ακροδεξιά γερμανικά κόμματα συμφώνησαν το 2005 να μην κατεβαίνουν πλέον το ένα εναντίον του άλλου στις εκλογές, αλλά να υποστηρίζουν έναν κοινό υποψήφιο στην προεκλογική εκστρατεία, μεταδίδει η DW.
«Συνεργασία αντί για καβγάδες, αυτό είναι το ζητούμενο» είπε ο Όλαφ Σολτς στη Μπούντεσταγκ. Αυτό μπορεί να εκληφθεί και ως έκκληση προς τις ίδιες τάξεις της συγκυβέρνησης. Γιατί οι κομματικοί ανταγωνισμοί των Πρασίνων και των Φιλελευθέρων τους περασμένους μήνες εκφράστηκαν με τόσο βίαιο τρόπο, που ο συνασπισμός έδωσε την εικόνα ότι επικρατούν έριδες και ότι ο καγκελάριος από το Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα, είναι αδύναμος να μεσολαβήσει και να επιβληθεί. Ολοένα περισσότεροι πολίτες είναι δυσαρεστημένοι με την κυβέρνησή τους.
Στην τελευταία έρευνα του πρώτου δημόσιου καναλιού της δημόσιας τηλεόρασης ARD Deutschlandtrend, μόνο το 19% των Γερμανών δηλώνει ότι επικροτεί το έργο του SPD, των Πρασίνων και του FDP. Πρόκειται για το πιο χαμηλό ποσοστό από τότε που ο συνασπισμός ανέλαβε κυβερνητικά καθήκοντα, από τον Δεκέμβριο του 2021. Αν διεξάγονταν ντώρα εκλογές, οι τρεις εταίροι θα απείχαν μακράν από την απαιτούμενη πλειοψηφία. Σε άρθρο
Απορρίπτει η αντιπολίτευση
Τα κόμματα της Χριστιανικής Ένωσης, Χριστιανοδημοκρατικό και Χριστιανοκοινωνικό, που αποτελούν την μεγαλύτερη κοινοβουλευτική ομάδα, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο καγκελάριος δεν θα μπορέσει να επιτύχει στα σχέδιά του με τη δύναμη του συνασπισμού, γι αυτό αναζητά νέες πλειοψηφίες με το «Σύμφωνο για τη Γερμανία».
«Εάν ο συνασπισμός τους αποτύχει σε μεγάλο βαθμό, τότε φυσικά είμαστε διαθέσιμοι» δήλωσε ο Χριστιανοδημοκράτης βουλευτής και πρώην υπουργός Μεταφορών Αλεξάντερ Ντόμπριντ από το βήμα της βουλής. Επ’ αυτού βαρύνουσα σημασία έχει η αντίδραση του Χριστιανοδημοκράτη Χέντρικ Βιστ, πρωθυπουργού της Bόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, του πολυπληθέστερου δηλαδή γερμανικού κρατιδίου. Εμφανίστηκε αγανακτισμένος με την πρόταση της καγκελαρίου.
Είπε ότι το «Σύμφωνο για τη Γερμανία» δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα «κόλπο δημοσίων σχέσεων», δηλαδή κάτι που αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στην προσέλκυση της προσοχής και ότι αισθάνθηκε ότι τον κορόιδεψαν. «Οι στόχοι και τα μέτρα δεν είναι κάτι νέο» δήλωσε ο Βιστ.
Στην πραγματικότητα, τα νομοθετικά σχέδια που απαρίθμησε ο Σολτς στη Βουλή αντιστοιχούν σε όσα έθεσε σε κίνηση το Υπουργικό Συμβούλιο σε κλειστή συνεδρίαση στο Μέζεμπεργκ, τέλη Αυγούστου. Σύμφωνα με τον Βιστ, τα ομόσπονδα κρατίδια ζητούν εδώ και πολύ καιρό την επιτάχυνση των έργων σχεδιασμού. «Επί μήνες δεν υπήρχε καμία αντίδραση από την καγκελαρία. Η κυβέρνηση έχασε πολύτιμο χρόνο σε βάρος της Γερμανίας ως χώρου επιχειρηματικότητας».
Παρόμοιο είναι το κλίμα και στην επιχειρηματική κοινότητα. Με το «Σύμφωνο για τη Γερμανία» η κυβέρνηση επιτέλους «αφυπνίζεται», δήλωσε ο Ράινερ Ντούλγκερ, πρόεδρος της Συνδέσμου Γερμανών Εργοδοτών (BDA), σε συνέντευξή του. «Για πολύ καιρό η κυβέρνηση κοιμόταν, αγνόησε την ψηφιοποίηση και προσκολλήθηκε σε γραφειοκρατικά εμπόδια για τις επιχειρήσεις και την κοινωνία. Αυτό πρέπει τώρα να αλλάξει άμεσα».
Και το κάλυμμα στο χτυπημένο μάτι του Σολτς; Εδω και πάλι ο δημοσιογράφος του Spiegel: “Το κάλυμμα λέγεται ότι ήταν δική του ιδέα, και αν αληθεύει, ήταν μια καλή ιδέα. Γιατί κέρδισε ξαφνικά την αγάπη των Γερμανών και πολλά φωτομοντάζ με τον πειρατή Όλαφ κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο. Όλα αυτά χάρη σε μια πτώση, μια σύμπτωση. Χωρίς ιδιαίτερο σχέδιο”.
Επιστροφή στη λιτότητα με το «τρικ» των «Ειδικών Ταμείων»
Σήμερ ολοκληρώνεται στη γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή η τετραήμερη συζήτηση για το σχέδιο προϋπολογισμού της κυβέρνησης για την επόμενη χρονιά. Με τον προϋπολογισμό του 2024 η Γερμανία επιστρέφει στην αυστηρή δημοσιονομική πολιτική των μηδενικών ελλειμμάτων, όπως μεταδίδει η ΕΡΤ.
Ο προϋπολογισμός του Yπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ (FDP) επαναφέρει από το 2024 τη Γερμανία στην εφαρμογή του «φρένου χρέους», το οποίο είχε τεθεί εκτός λειτουργίας για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας στην οικονομία.
Ο προϋπολογισμός ύψους 445,7 δισεκατομμυρίων ευρώ περιλαμβάνει συνολικές περικοπές 30 δισεκατομμυρίων σε όλα σχεδόν τα χαρτοφυλάκια, το μόνο που εξαιρείται από τις περικοπές είναι το Yπουργείο Άμυνας.
Ο νέος δανεισμός υπολογίζεται στα 16,6 δισεκατομμύρια ευρώ, με τον τρόπο αυτόν τηρούνται για το 2024 οι προβλέψεις του «φρένου χρέους». Ωστόσο, αυτό γίνεται εφικτό με το «τρικ» των Ειδικών Ταμείων εκτός τακτικού προϋπολογισμού. Παράδειγμα είναι τα 100 δισεκατομμύρια για τις Ένοπλες Δυνάμεις, όπως και το Ταμείο για το Κλίμα και τον Ενεργειακό Μετασχηματισμό, ύψους 211,8 δισεκατομμυρίων μέχρι το 2017. Το Ελεγκτικό Συνέδριο υπολογίζει ότι με τα Ειδικά Ταμεία, ο πραγματικός δανεισμός φτάνει στο πενταπλάσιο των προβλέψεων του προϋπολογισμού.
Ο Yπουργός Οικονομικών Λίντνε, μιλώντας στην Ενωση Ξένων Ανταποκριτών στο Βερολίνο, εκτίμησε ότι στο τέλος της κυβερνητικής θητείας το 2025 θα υπάρχουν «λιγότερα Ειδικά Ταμεία».
Πηγές: DEUTSCHE WELLE,ΕΡΤ