Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat) το δημόσιο χρέος στις χώρες της ευρωζώνης ανέρχεται κατά μέσο όρο στο 91,4% του ΑΕΠ για το 2022. Πρόκειται για μείωση κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021, η οποία όμως, κατά τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), οφείλεται σε συγκυριακούς παράγοντες και συγκεκριμένα στην ανάκαμψη της οικονομίας μετά την πανδημία.
Σε νεότερη πρόγνωση για το τρέχον έτος η ΕΚΤ εκτιμά ότι το χρέος στην ευρωζώνη κυμαίνεται στο 89%, ενώ το 2024 θα υποχωρήσει ελαφρώς στο 88,6%. Σε κάθε περίπτωση όμως παραμένει σταθερά πάνω από το 60% του ΑΕΠ που είχε ορίσει ως ανώτατο όριο το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, θέλοντας να διασφαλίσει τη σταθερότητα και την ευρωστία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος.
«Πρωτοφανή επίπεδα χρέους»
Εδώ και τέσσερα χρόνια έχει ανασταλεί η ισχύς του Συμφώνου, αρχικά λόγω πανδημίας και στη συνέχεια λόγω των υψηλών τιμών στην ενέργεια, που προκάλεσε η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία. Έντεκα κράτη-μέλη της ευρωζώνης ξεπερνούν σήμερα το όριο το 60%. Το υψηλότερο χρέος (σε ποσοστά επί τοις εκατό του ΑΕΠ) καταγράφεται στην Ελλάδα με 171%, ενώ ακολουθεί η Ιταλία με 144%. Στη Γερμανία το χρέος δεν ξεπερνά το 66% του ΑΕΠ.
Σε πρόσφατη σύστασή του το European Fiscal Board, ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο της Κομισιόν, απευθύνει σύσταση στις υπερχρεωμένες χώρες να εντείνουν την προσπάθειες για επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία. «Το χρέος ανέρχεται σε πρωτοφανή επίπεδα» προειδοποιεί ο ομότιμος καθηγητής Οικονομικών και επικεφαλής του European Fiscal Board, Νιλς Τίγκεσεν. Όπως επισημαίνει, «το ύψος του χρέους σε απόλυτους αριθμούς μπορεί να μην θεωρείται πρόβλημα, ανησυχητική είναι όμως η πρόβλεψη ότι το χρέος επιμένει, καθώς δεν υλοποιούνται οι απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Όπως τονίζει ο Νιλς Τίγκεσεν στην DW «δεν μπορεί να θεωρούμε δεδομένο ότι οι αγορές θα αποδέχονται για πάντα ένα χρέος που υπερβαίνει το 100% του ΑΕΠ». Ήδη τα spread διευρύνονται για τα ιταλικά κρατικά ομόλογα, ενώ η Moody’s έχει υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα της γειτονικής χώρας.
Αυξημένο κόστος εξυπηρέτησης χρέους
Τα υψηλά επιτόκια δυσχεραίνουν περισσότερο την αναχρηματοδότηση του χρέους, ιδιαίτερα στις πιο ευπαθείς οικονομίες της ευρωζώνης. Ακόμη και στη Γερμανία ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ εκτιμά ότι το 2023 θα πρέπει να δαπανήσει μόνο για τοκοχρεολύσια ποσό 40 δισεκατομμυρίων ευρώ, δεκαπλάσιο από το αντίστοιχο του 2022, που δεν ξεπερνούν σε τα 4 δις ευρώ.
Την ίδια στιγμή η Ιταλία, σύμφωνα με υπολογισμούς του υπουργείου Οικονομικών στη Ρώμη, θα αναγκαστεί να πληρώσει πάνω από 100 δις ευρώ για την αναχρηματοδότηση του χρέους της το 2024. Ο Δανός οικονομολόγος Νιλς Τίγκεσεν προτείνει να συμφωνήσουν όλα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης σε ένα μεσοπρόθεσμο σχέδιο για τη μείωση χρέους, προτού ξεφύγει η κατάσταση από κάθε έλεγχο και επανεμφανισθεί το «φάντασμα» της χρεοκοπίας, όπως είχε συμβεί προ ετών στην Ελλάδα.
Τα μεγαλύτερα προβλήματα αντιμετωπίζει η ακροδεξιά κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία, αλλά δεν είναι η μόνη. Σημαντικές προσπάθειες για την εξυγίανση του προϋπολογισμού θα πρέπει επίσης να καταβάλουν η Γαλλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα και η Κύπρος, αναφέρουν οι ειδικοί του European Fiscal Board. Παρά τις πολύμηνες διαβουλεύσεις επί του ζητήματος, μεταξύ των υπουργών Οικονομικών δεν υπάρχει ενιαία γραμμή για το πώς θα επιτευχθεί η σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών χωρίς να «στραγγαλίζεται» η ανάπτυξη, αλλά και χωρίς να επιβάλλονται οδυνηρά μέτρα λιτότητας.
Δύο «σχολές» οικονομικής σκέψης
Μία ομάδα χωρών, υπό την ηγεσία της Γερμανίας, επιμένει ότι απαιτούνται ξεκάθαροι κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας, που ισχύουν για όλους, με στόχο τη μείωση του χρέους σε εύθετο χρόνο. Μία άλλη ομάδα, της οποίας ηγείται η Γαλλία, αντιπροτείνει ένα σχέδιο κατά περίπτωση για απομείωση χρέους σε κάθε χώρα, έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι «ιδιαιτερότητες» που επικρατούν στο Παρίσι, τη Ρώμη ή την Αθήνα και να μην επιβάλλονται μέτρα τιμωρητικού χαρακτήρα.
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ προτείνει εξυγίανση του προϋπολογισμού με παράλληλη αύξηση των επενδύσεων στην ψηφιοποίηση και τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας. «Αυτό κάνουμε κι εμείς στη Γερμανία, στην παρούσα φάση» δηλώνει ο Λίντνερ στην DW. «Εφαρμόζουμε μία λελογισμένη πολιτική συγκράτησης των δαπανών, κάτι που κρίνεται απαραίτητο για να να καταπολεμήσουμε τον πληθωρισμό, χωρίς να υπονομεύουμε τις παρεμβάσεις της ΕΚΤ».
Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρούνο Λεμέρ πρεσβεύει μία διαφορετική λογική και υποστηρίζει ότι η επιτάχυνση των προσπαθειών για την απομείωση του χρέους θα στερούσε την οικονομία από το «οξυγόνο» που χρειάζεται για την ανάπτυξη. Όσο για τον Ιταλό ομόλογό του, Τζιανκάρλο Τζορτζέτι, θεωρεί ότι οι κρατικές δαπάνες για την άμυνα και για την «πράσινη ενέργεια» δεν πρέπει καν να συνυπολογίζονται στα κριτήρια περί δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Η Γερμανία δηλώνει αντίθετη με αυτή την προσέγγιση. Η πίεση στην Ιταλία εντείνεται, καθώς η ΕΚΤ αναμένεται να τερματίσει σε εύθετο χρόνο τις αγορές ιταλικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, ενώ μέχρι το 2026 ολοκληρώνονται και οι εκταμιεύσεις κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ.
Περισσότερος χρόνος για μείωση χρέους;
Εάν οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης και η Κομισιόν δεν καταφέρουν να συμφωνήσουν ως το τέλος του χρόνου σε νέους κανόνες για την απομείωση του χρέους, επανέρχεται σε ισχύ το παλαιό Σύμφωνο Σταθερότητας, που προβλέπει όριο 3% του ΑΕΠ για τον νέο δανεισμό και αυστηρές προϋποθέσεις για ταχεία απομείωση χρέους.
Σε αυτή την περίπτωση η Κομισιόν θα έπρεπε να εκκινήσει εναντίον της Ιταλίας και της Γαλλίας διαδικασία επί παραβάσει της Συνθήκης της ΕΕ, καθώς και οι δύο χώρες προβλέπουν νέο δανεισμό άνω του 4% του ΑΕΠ στο σχέδιο προϋπολογισμού για το 2024. Αλλά αυτό είναι κάτι που κανείς δεν επιθυμεί στην πραγματικότητα. Ακόμη και ο Νιλς Τίγκεσεν, από το European Fiscal Board, επισημαίνει ότι το παλαιό Σύμφωνο Σταθερότητας προβλέπει μεν αυστηρά και ξεκάθαρα κριτήρια, τα οποία ωστόσο ποτέ δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη. Και αυτό διότι, εάν όντως εφαρμόζονταν, θα έσπρωχναν μία ώρα αρχύτερα στην άβυσσο της χρεοκοπίας τις χώρες εκείνες που ούτως ή άλλως αντιμετωπίζουν δημοσιονομικά προβλήματα.
«Απαιτείται μακροπρόθεσμη στρατηγική για την απομείωση του χρέους, για παράδειγμα ένα τετραετές σχέδιο δράσης, αντί για βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις που επανεξετάζονται κάθε χρόνο» λέει ο Δανός οικονομολόγος.
Πηγή: DW