Σε σύγχυση φαίνεται πως βρίσκεται η γερμανική κυβέρνηση μετά την επιμονή του ανώτατου δικαστηρίου να τηρήσει τους συνταγματικούς περιορισμούς για τα δημόσια ελλείμματα.
Φαίνεται όμως πως έπεσε η ίδια θύμα της δημοσιονομικής της αυστηρότητας. Όταν η Γερμανία κατοχύρωσε ένα «φρένο χρέους» στο σύνταγμά της το 2009, γιορτάστηκε ως νίκη της δημοσιονομικής ορθότητας και οριστική ρήξη με τη σπατάλη του παρελθόντος. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, με την κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς να βρίσκεται στη δίνη μιας διογκούμενης δημοσιονομικής κρίσης, ο αυστηρός περιορισμός των δημόσιων ελλειμμάτων δεν φαίνεται τελικά τόσο καλή ιδέα.
Μετρά τα λάθη της
«Ήταν το μεγαλύτερο λάθος στη γερμανική οικονομική πολιτική τα τελευταία 20 με 30 χρόνια», τόνισε στους Financial Times ο Γενς Σουεντεκούμ, καθηγητής διεθνών οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Χάινριχ Χάινε του Ντίσελντορφ. «Αυτή η ανοησία -γιατί περί αυτού πρόκειται- βρίσκεται τώρα στο Σύνταγμα και δεν μπορούμε να το ξεφορτωθούμε».
Οι αμφιβολίες σχετικά με το φρένο χρέους -το οποίο η Γερμανία έχει επιδιώξει να επιβάλει και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης- έχουν πολλαπλασιαστεί μετά την απόφαση-βόμβα του συνταγματικού δικαστηρίου της περασμένης εβδομάδας, η οποία έφερε τα σχέδια δαπανών σε σύγχυση και βύθισε τον εύθραυστο συνασπισμό του Σολτς στη χειρότερη κρίση της διετούς διακυβέρνησής του.
Και το χειρότερο; Οι συνομιλίες για τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους αναβλήθηκαν επ’ αόριστον και η μελλοντική χρηματοδότηση για την Ουκρανία και άλλες σημαντικές γραμμές δαπανών πάγωσαν, με τα τρία κυβερνώντα κόμματα να διαφωνούν για το τι θα κάνουν στη συνέχεια.
Το δικαστήριο μπλόκαρε την κίνηση της κυβέρνησης να μεταφέρει 60 δισ. ευρώ αχρησιμοποίητης δανειοληπτικής ικανότητας από τον προϋπολογισμό της για την πανδημία σε ένα «ταμείο για το κλίμα και τον μετασχηματισμό» (KTF), το οποίο χρηματοδοτεί έργα για τον εκσυγχρονισμό της γερμανικής βιομηχανίας και την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
Οι δικαστές, μεγάλο μέρος του σκεπτικού των οποίων βασίστηκε στην αρχή – και τις επιπτώσεις – του φρένου χρέους, δήλωσαν ότι η μετατόπιση των κεφαλαίων «δεν πληροί τις συνταγματικές απαιτήσεις για δανεισμό έκτακτης ανάγκης». Οι υπουργοί προσπαθούν τώρα μανιωδώς να βρουν πώς θα κλείσουν την τρύπα των 60 δισ. ευρώ στα οικονομικά της Γερμανίας.
Κρίση εμπιστοσύνης
Η κρίση έχει αναδείξει πώς οι ακούσιες συνέπειες του κανόνα για το χρέος, που σχεδιάστηκε ως ένας τρόπος ενίσχυσης της εμπιστοσύνης στα δημόσια οικονομικά της Γερμανίας, κινδυνεύουν να αποσταθεροποιήσουν ολόκληρο το δημοσιονομικό σύστημα της χώρας, με τεράστιες δυνητικές επιπτώσεις για την ευρωζώνη.
Τα ολοένα και πιο περίπλοκα τεχνάσματα στα οποία έχουν καταφύγει οι υπουργοί για να παρακάμψουν τον συνταγματικό κανόνα έχουν πλέον καταγγελθεί από το ανώτατο δικαστήριο της Γερμανίας, σε μια κίνηση που θα μπορούσε να αποδυναμώσει δραστικά την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων στην ικανότητα των πολιτικών τους.
«Αυτή η κρίση του προϋπολογισμού και του κυβερνητικού συνασπισμού απειλεί να μετατραπεί σε κρίση εμπιστοσύνης στην αποτελεσματικότητα του κράτους μας», έγραψε ο χριστιανοδημοκράτης βουλευτής Τόρστεν Φράι σε επιστολή του προς την καγκελαρία.
Πολλοί αριστεροί επιρρίπτουν την ευθύνη για την πανωλεθρία δίκαια και ευθέως στον κανόνα για το χρέος και απαιτούν την αναθεώρησή του – ή ακόμη και την κατάργησή του. Ένα έγγραφο που συντάχθηκε αυτή την εβδομάδα από τους Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς ανέφερε ότι ήταν «ακατάλληλος για τις προκλήσεις του μέλλοντος» και απαιτούσε επείγουσα μεταρρύθμιση.
Το φρένο χρέους ήταν ένα «φρένο για το μέλλον»
Ο κανόνας εισήχθη για πρώτη φορά το 2009, περιορίζει το διαρθρωτικό έλλειμμα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στο 0,35% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, προσαρμοσμένο στον οικονομικό κύκλο, και ουσιαστικά απαγορεύει στα 16 ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας να έχουν καθόλου ελλείμματα.
Η ιδέα για τη μεταρρύθμιση αυτή έπεσε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν η Γερμανία θεωρήθηκε ο «μεγάλος ασθενής» της Ευρώπης. Με το κόστος της επανένωσης να επιβαρύνει το δημόσιο ταμείο, την ανεργία να είναι υψηλή και το χρέος να αυξάνεται, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πίστευαν ότι χρειάζονταν αυστηροί κανόνες για να αναγκάσουν τις εκάστοτε κυβερνήσεις να συμπεριφέρονται πιο υπεύθυνα.
«Οι κυβερνήσεις έχουν μια τεράστια επιθυμία να ξοδεύουν – και πρέπει να τεθούν όρια σε αυτό», δήλωσε ο Λαρς Φελντ, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, ο οποίος συμβουλεύει τον υπουργό Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ. «Και αυτό υποτίθεται ότι θα έπραττε το φρένο χρέους».
Ήταν επίσης μέρος του νεοφιλελεύθερου πνεύματος που προώθησε την ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων, καθώς και τη μεταρρύθμιση του συστήματος πρόνοιας και της αγοράς εργασίας. «Επικρατούσε η λογική πως αν δεν βάλεις δεσμά στο κράτος, αυτόθα αξιοποιήσει τη φυσική του τάση να επεκτείνεται», συμπλήρωσε ο Γενς Σουεντεκούμ.
Η κρίση
Όμως, ο όλεθρος που προκλήθηκε στα κρατικά ταμεία από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση εξασφάλισε την ψήφισή του σε νόμο. Δύο πακέτα δημοσιονομικής τόνωσης και μια διάσωση τραπεζών ύψους 500 δισ. ευρώ είχαν αφήσει τη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης με έλλειμμα 86 δισ. ευρώ και λόγο χρέους προς ΑΕΠ στο 81%, πολύ υψηλότερο δηλαδή από το όριο του 60% που ορίζει η συνθήκη της ΕΕ.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, το φρένο αυτό φάνηκε να αποδεικνύει την αξία του, παρέχοντας ένα στοιχείο σταθερότητας σε μια εποχή που η κρίση του δημόσιου χρέους έθετε υπό αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξη του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. «Ήταν αυτό που καθησύχασε τις αγορές σχετικά με τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της Γερμανίας και το καθεστώς της χώρας ως de facto δημοσιονομικό στήριγμα της ευρωζώνης», εξήγησε ο Μάρκο Μπούτι, οικονομολόγος στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας και πρώην ευρωπαϊκός αξιωματούχος.
Το φρένο χρέους βοήθησε σίγουρα να μπει η Γερμανία σε μια πιο βιώσιμη βάση. Υπό την Άνγκελα Μέρκελ, τη βετεράνο καγκελάριο των Χριστιανοδημοκρατών, η χώρα έκανε σταθερά ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς – γνωστούς ως «schwarze Null-μαύρο μηδέν» – και μέχρι το 2019 ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ είχε μειωθεί στο 60%. Βίωσε 10 συνεχόμενα χρόνια οικονομικής ανάπτυξης, τα υψηλότερα επίπεδα απασχόλησης από την επανένωση των δύο Γερμανιών και την εκτίναξη των φορολογικών εσόδων.
Αλλά υπήρξε απογοήτευση στην Ευρώπη όταν η Γερμανία άρχισε να κηρύσσει στους εταίρους της στην ευρωζώνη τη σκέψη πίσω από την ιδέα του φρένου χρέους. Αυτό κορυφώθηκε με το δημοσιονομικό σύμφωνο του 2012, το οποίο υπαγόρευε αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία για όλα τα μέλη της ευρωζώνης και το οποίο το Βερολίνο θεωρούσε ως ένα πρώτο βήμα προς μια «δημοσιονομική ένωση».
Επικαλέστηκε την άποψή της ότι «χρειάζονται κανόνες για να διασφαλιστούν εύρωστα δημόσια οικονομικά αλλά και χρηματοδοτήσεις για μελλοντικές επενδύσεις. Οι κυβερνήσεις τείνουν να καταφεύγουν στο χρέος, να μειώνουν τους φόρους και να μοιράζουν χρήματα και παροχής, προκειμένου να γίνουν δημοφιλείς».
Ναι μεν, αλλά
Οι ελπίδες για μεταρρύθμιση, ωστόσο, μπορεί να αποδειχθούν απατηλές. Οποιαδήποτε αλλαγή του Συντάγματος απαιτεί πλειοψηφία δύο τρίτων στην Μπούντεσταγκ. Ωστόσο, δεν είναι σαφές αν οι Χριστιανοδημοκράτες της αντιπολίτευσης θα θέλουν να συμμετέχουν σε κάτι τέτοιο.
Για τον Σουεντεκούμ, το προπατορικό αμάρτημα ήταν ότι κατοχυρώθηκε εξαρχής στο Σύνταγμα. «Και έτσι το αποτέλεσμα είναι ότι τελικά οι δικαστές και οι δικηγόροι θεσπίζουν τη δημοσιονομική πολιτική και όχι οι οικονομολόγοι», δήλωσε.
Άλλες χώρες της ΕΕ δίστασαν να αντιγράψουν το πείραμα της Γερμανίας. «Ο υπερβολικά άκαμπτος τρόπος με τον οποίο σχεδιάστηκε το φρένο χρέους δημιούργησε τελικά προβλήματα στην ίδια τη χώρα. Αρκεί κανείς να δει πως η κυβέρνηση δημιούργησε μια σειρά από ειδικές διατάξεις για να βοηθήσει στην παράκαμψή του. Και τώρα το συνταγματικό δικαστήριο αποκάλυψε αυτή την αντίφαση», επισήμανε ο Μάρκο Μπούτι.
Στον αντίποδα ο Φελντ, ο οποίος συνεχίζει να υπερασπίζεται τον κανόνα του φρένου χρέους, δήλωσε ότι είναι πολύ πιο ευέλικτο από ό,τι δείχνουν οι επικριτές του. «Με τον τρόπο που έχει σχεδιαστεί, μπορεί να χαλαρώσει όταν βρισκόμαστε σε ύφεση, και όταν βρισκόμαστε σε μια πραγματικά σοβαρή κρίση, μπορούμε να ενεργοποιήσουμε τη ρήτρα διαφυγής, πράγμα που συνέβη ακριβώς στην πανδημία», είπε. Πρόσθεσε ότι αυτή η εξαίρεση έκτακτης ανάγκης, η οποία αναπτύχθηκε επίσης πέρυσι, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας στα ύψη, ήταν «εγγενές μέρος» του σχεδιασμού του φρένου χρέους.
Άλλοι είναι λιγότερο σίγουροι. Ο Πέερ Στάινμπρουκ, ο σοσιαλδημοκράτης πρώην υπουργός Οικονομικών που ήταν ένας από τους συντάκτες του, τάσσεται τώρα υπέρ της μεταρρύθμισής του. «Πρέπει να υπάρχει ένα φρένο χρέους, αλλά το σημερινό είναι σαφές ότι δεν συμβαδίζει πλέον με την εποχή μς», δήλωσε στην εφημερίδα Die Zeit αυτή την εβδομάδα.
Πηγή: ΟΤ