Η κυβέρνηση Σολτς προσδοκούσε με τα 60 δις να χρηματοδοτήσει σειρά «πράσινων μέτρων», όπως η ενεργειακή αποδοτικότητα των κτιρίων και ο εκσυγχρονισμός του σιδηροδρομικού δικτύου, αλλά το Συνταγματικό Δικαστήριο ανακοίνωσε ότι –σε αντίθεση με την πανδημία- η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης δεν συνιστά κατάσταση έκτακτης ανάγκης» που θα δικαιολογούσε, κατ’ εξαίρεση, την απενεργοποίηση του «φρένου χρέους» στον κρατικό προϋπολογισμό. «Οι υπάρχουσες υποχρεώσεις θα συνεχίσουν να καλύπτονται, αλλά δεν θα επιτραπεί η ανάληψη νέων, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, θα μπορούν οι δαπάνες να ξεμπλοκαριστούν», ανέφεραν κυβερνητικές πηγές.
Ως αποτέλεσμα, το Υπουργείο Οικονομικών αποφάσισε να παγώσει όλες τις νέες υποχρεώσεις του προϋπολογισμού για το 2023 και το Βερολίνο αναζητεί πλέον επειγόντως 60 δις, δίχως να γνωρίζει κανείς πού θα βρεθούν.
Η αύξηση της φορολογίας είναι μία λύση, την οποία προτείνουν πολλοί Σοσιαλδημοκράτες ,αλλά το απορρίπτουν οι Φιλελεύθεροι κυβερνητικοί εταίροι του υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών εξήγησε στο Der Spiegel ότι «το φρένο χρέους εγγυάται τη δημοσιονομική πειθαρχία και μας επιτρέπει να προστατεύσουμε τις μελλοντικές γενιές και τη χώρα σε περίπτωση κρίσης».
Το «φρένο χρέους»
Κάποιοι αναλυτές τονίζουν την ανάγκη να παρακαμφθεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο από το 2009 «φρένο του χρέους», που περιορίζει δραστικά τα περιθώρια νέου για μη έκτακτες ανάγκες. Εξαιρέσεις στο «φρένο χρέους» επιτρέπονται μόνο σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών ή έκτακτων οικονομικών κρίσεων, όπως συνέβη σε εποχές πανδημίας.
Ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD, Ρολφ Μίτζενιχ, πιστεύει επίσης ότι η αναστολή του φρένου χρέους είναι απαραίτητη – τουλάχιστον για το 2024. «Κατά την άποψή μου, δεν θα μπορέσουμε να αποφύγουμε την εξαίρεση για 2024 – ίσως περισσότερο», είπε ο Σοσιαλδημοκράτης βουλευτής στο περιοδικό «Stern». «Τα καθήκοντα που έχουμε μπροστά μας δεν θα ολοκληρωθούν τον επόμενο χρόνο. Υπάρχουν τεράστιες προκλήσεις μπροστά μας, όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, τη νέα βιομηχανική πολιτική, αλλά και από την άποψη της εξωτερικής πολιτικής», πρόσθεσε.
Όπως εκτιμά η DW, εναλλακτική διέξοδος θα ήταν να εγκαινιάσει η γερμανική κυβέρνηση μία πολιτική «σιδερένιας δημοσιονομικής πειθαρχίας» για να εξοικονομήσει τα 60 δις που λείπουν στο Ταμείο για την Προστασία του Κλίματος. Αυτό θα προκαλούσε πάντως την έντονη αντίδραση των Πρασίνων κυβερνητικών εταίρων, που θεωρούν απόλυτη προτεραιότητα τις επενδύσεις στην πράσινη οικονομία του μέλλοντος.
Για τους Σοσιαλδημοκράτες επίσης, προέχει η προστασία των χαμηλότερων και μεσαίων εισοδημάτων, με τον καγκελάριο να δηλώνει πεπεισμένος ότι «ο κυβερνητικός συνασπισμός θα καταφέρει να διατυπώσει κατάλληλες προτάσεις».
«Κορυφή του παγόβουνου»
Σύμφωνα με το Bloomberg , πάντως , η ακύρωση από τους δικαστές της Καρλσρούης της μεταφοράς των 60 δις, είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Με τα χρόνια έχουν δημιουργηθεί 29 παρόμοια ταμεία και τα οποία συνολικά φτάνουν τα 770 δις. Από αυτά, μόνο τα 100 δισεκατομμύρια, που εγκρίθηκαν για τη χρηματοδότηση της άμυνας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, είναι σχετικά ασφαλή, επειδή έχουν ήδη εγκριθεί από το Δικαστήριο που συνεργάστηκε για τη σύνταξη του νόμου. Αλλά τα υπόλοιπα 670 δισ.ευρώ θα μπορούσαν να ακυρωθούν. Αν αυτές οι δαπάνες χαρακτηριστούν ως χρέος, το Βερολίνο θα είχε έλλειμμα πάνω από 15% του ΑΕΠ .
Ο πονοκέφαλος για την κυβέρνηση Σολτς αυξάνεται συνεχώς άλλωστε , καθώς δεν υπάρχουν καλά νέα για τη γερμανική οικονομία , που βρίσκεται σε ύφεση και οι επιδόσεις των τελευταίων τριμήνων επιβεβαιώνουν τη μακροπρόθεσμη τάση.
Η Γερμανία είναι η χώρα της ΕΕ που έχει τα χειρότερα στοιχεία από την άποψη της ανάπτυξης από το 2019, με εξαίρεση την Τσεχική Δημοκρατία. Η ύφεση που προκλήθηκε από την πανδημία ήταν λιγότερο βίαιη από ό,τι σε άλλες χώρες, αλλά η ανάκαμψη ήταν απογοητευτική. Στην πραγματικότητα το γερμανικό ΑΕΠ είναι μόλις μία ποσοστιαία μονάδα πάνω από τα προ πανδημίας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο Economist χαρακτήρισε πρόσφατα τη Γερμανία ως «τον ασθενή της Ευρώπης»
Ο διάσημος Γερμανός οικονομολόγος Πήτερ Μπόφινγκερ σημειώνει μάλιστα ότι «τα τελευταία χρόνια οι εταιρείες και η κυβέρνηση έχουν παραπλανηθεί από τη φαινομενική επιτυχία της γερμανικής εξαγωγικής μηχανής και δεν κατανοούν ότι χρειάζεται μια βαθιά αναδιάρθρωση του συστήματος παραγωγής , διαφορετικά αργά ή γρήγορα η χώρα θα βρεθεί σε μεγάλη δυσκολία».
Ο καθηγητής Μπόφινγκερ υποστηρίζει μάλιστα ότι όσο οι γερμανικές ελίτ επιμένουν να βλέπουν το κράτος ως πηγή προβλημάτων και όχι ως ένας από τους απαραίτητους παράγοντες για τη διευκόλυνση της μετάβασης σε μια σύγχρονη οικονομία, η Γερμανία θα παραμείνει «άρρωστη» . Και αυτό ισχύει και για την υπόλοιπη Ευρώπη, στο βαθμό που η Γερμανία προσπαθεί να επιβάλει άκαμπτους κανόνες, όπως δείχνει και η σκληρή διαπραγμάτευση για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας.
Μιχάλης Ψύλος • [email protected]