Το 2019, η Κύπρος παρέμεινε η χώρα με το υψηλότερο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (περιουσιακά στοιχεία) της γενικής κυβέρνησης, στο 28,8% του ΑΕΠ, ένα πολύ μεγαλύτερο μερίδιο σε σύγκριση με τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, παρά την ετήσια μείωση του περισσότερες από 3 ποσοστιαίες μονάδες, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε σήμερα η Eurostat, η στατιστική υπηρεσία της ΕΕ.
Σύμφωνα με την Eurostat, αυτό οφειλόταν σε μια μεγάλη συναλλαγή το 2018, κατά την οποία μη εξυπηρετούμενα δάνεια από μια κυπριακή δημόσια χρηματοοικονομική εταιρεία (ταξινομημένη εκτός κυβέρνησης) μεταφέρθηκαν σε μια κρατική μονάδα, όπως αναφέρει.
Τρία άλλα κράτη μέλη της ΕΕ κατέγραψαν μερίδιο υψηλότερο από το 1% του ΑΕΠ: Σλοβενία (2,5%), Πορτογαλία (1,4%) και Κροατία (1,2%).
Για την Κύπρο, τη Σλοβενία και την Πορτογαλία, η πλειονότητα των μη εξυπηρετούμενων δανείων αναφέρεται σε δάνεια δημόσιων χρηματοοικονομικών δομών. Στην περίπτωση της Κροατίας, το ποσοστό αναφέρεται κυρίως στα δάνεια μιας εθνικής τράπεζας ανάπτυξης (επίσης κατατάσσεται στη γενική κυβέρνηση). Τα δεδομένα σχετικά με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια δεν είναι ακόμη διαθέσιμα για τη Γαλλία.
Εν τω μεταξύ, το 2019, τα υψηλότερα ποσοστά κρατικών εγγυήσεων στην ΕΕ καταγράφηκαν στη Φινλανδία
Η πιο κοινή μορφή ενδεχόμενων υποχρεώσεων στα κράτη μέλη της ΕΕ είναι οι κυβερνητικές εγγυήσεις για υποχρεώσεις και περιστασιακά για περιουσιακά στοιχεία τρίτων.
Το υψηλότερο ποσοστό κρατικών εγγυήσεων καταγράφηκε στη Φινλανδία (33,4% του ΑΕΠ), μπροστά από τη Δανία (18,2%), την Αυστρία (16,1%), τη Γερμανία (13,2%) και τη Γαλλία (11,6%).
Τα δεδομένα στη Φινλανδία περιλαμβάνουν επίσης εγγυήσεις που παρέχονται από μια εξειδικευμένη χρηματοοικονομική δημόσια εταιρεία που έχει ταξινομηθεί εκτός της κυβέρνησης.
Τα χαμηλότερα ποσοστά (σχεδόν 0%) παρατηρήθηκαν στην Ιρλανδία και τη Σλοβακία. Ποσοστά κάτω του 1% του ΑΕΠ καταγράφηκαν επίσης στη Βουλγαρία, την Τσεχία και τη Λιθουανία. Η Κύπρος ήταν στο 7,44% και η Ελλάδα στο 4,09%.
Επιπλέον, η Εurostat καταγράφει ότι στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ, η κεντρική κυβέρνηση είναι ο βασικός εγγυητής. Στη Φινλανδία, τη Δανία, τη Γαλλία και τη Σουηδία παρατηρούνται επίσης υψηλές εγγυήσεις τοπικής αυτοδιοίκησης.
Σε αρκετές χώρες – το Βέλγιο, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Κύπρο, το Λουξεμβούργο, την Πορτογαλία και τη Φινλανδία – ένα μεγάλο μέρος των εγγυήσεων αφορά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης 2008-2009.
Σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, οι υποχρεώσεις που σχετίζονται με συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα εκτός ισοζυγίου (ΣΔΙΤ, μακροπρόθεσμα κατασκευαστικά συμβόλαια όπου περιουσιακά στοιχεία καταγράφονται εκτός κρατικών λογαριασμών) ήταν κάτω του 2,5% του ΑΕΠ το 2019.
Η Σλοβακία είχε το υψηλότερο μερίδιο (2,4% του ΑΕΠ), ακολουθούμενη από την Πορτογαλία (2,3%) και την Ουγγαρία (1,1%). Τόσο στη Σλοβακία όσο και στην Πορτογαλία, οι υποχρεώσεις σχετίζονται κυρίως με έργα αυτοκινητοδρόμων.
Σε πολλά κράτη μέλη της ΕΕ, παρατηρήθηκαν ΣΔΙΤ κυρίως σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης, ενώ στην Ισπανία, το Βέλγιο και την Αυστρία συνδέονταν κυρίως με τις κρατικές και τοπικές κυβερνήσεις.
Επιπλέον, το επίπεδο των υποχρεώσεων των δημοσίων εταιρειών που ταξινομήθηκαν εκτός της γενικής κυβέρνησης το 2019 διαφέρει πολύ στα κράτη μέλη της ΕΕ.
Σημαντικά ποσά υποχρεώσεων καταγράφηκαν στην Ελλάδα (124,3% του ΑΕΠ), τις Κάτω Χώρες (96,8%), τη Γερμανία (91,7%), το Λουξεμβούργο (75,1%) και τη Γαλλία (58,7%).
Αντίθετα, μικρά ποσοστά υποχρεώσεων από δημόσιες εταιρείες καταγράφηκαν στη Σλοβακία (4,7%), τη Ρουμανία (5,9%), την Κροατία (8,4%), τη Λιθουανία (8,9%) και την Τσεχία (9,8%).
Ο κύριος λόγος για το υψηλό επίπεδο αυτών των υποχρεώσεων σε ορισμένα κράτη μέλη είναι ότι τα δεδομένα περιλαμβάνουν χρηματοοικονομικά ιδρύματα ελεγχόμενα από το κράτος, ιδίως δημόσιες τράπεζες. Οι περισσότερες από αυτές τις υποχρεώσεις συνίστανται σε καταθέσεις σε δημόσιες τράπεζες από νοικοκυριά ή από άλλα είδη ιδιωτικών ή δημόσιων οντοτήτων.