Σύσταση για “εφαρμογή των προβλεπόμενων μεταρρυθμίσεων στους τομείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, της δικαιοσύνης και της δημόσιας διοίκησης”, η οποία “θα ενισχύσει το οικονομικό δυναμικό της Κύπρου”, απευθύνει ο ESM στην Κύπρο, στην ετήσια έκθεση πεπραγμένων για το 2020, που ενέκρινε σήμερα το Συμβούλιο των Διοικητών του, το οποίο συνεδρίασε στο περιθώριο του Eurogroup, στην έδρα του οργανισμού στο Λουξεμβούργο.
“Η οικονομική πρόβλεψη για την κυπριακή οικονομία εξαρτάται από τη διάρκεια της πανδημίας και τη συνεχιζόμενη πολιτική στήριξη, μια συνεχής κρίση στον τομέα της υγείας, που επηρεάζει την εξωτερική και εγχώρια ζήτηση, θα απειλούσε τις επιχειρήσεις και την απασχόληση, ιδίως στον τομέα του τουρισμού και ένα πρόωρο τέλος των συστημάτων δημόσιας στήριξης θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των πτωχεύσεων και της ανεργίας”, προειδοποιεί ο ESM.
Επιπλέον, τονίζει ότι “το αυξημένο χρέος των νοικοκυριών και των εταιρειών δημιουργεί ευπάθειες στην οικονομία, δεδομένου του υψηλού δείκτη NPL (ΜΕΔ) της Κύπρου”.
Συγκεκριμένα, ο ESM αναφέρει στο κεφάλαιο για την Κύπρο ότι η οικονομία της χώρας συρρικνώθηκε το 2020 λόγω της πανδημίας, αν και λιγότερο από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ και με μέτρια μόνο αύξηση του ποσοστού ανεργίας.
“Αν και οι ανάγκες δημόσιου χρέους και χρηματοδότησης της κυβέρνησης αυξήθηκαν σημαντικά, η Κύπρος απολάμβανε ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης και διατήρησε ένα μεγάλο απόθεμα ρευστότητας. Η μείωση, αν και εξακολουθεί να είναι υψηλή, τα NPL και το μορατόριουμ για την πληρωμή δανείων περιόρισαν την επίπτωση της πανδημίας στους ισολογισμούς των τραπεζών και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε διάφορους τομείς θα βοηθήσουν στην ενίσχυση του μακροπρόθεσμου αναπτυξιακού δυναμικού της χώρας”, αναφέρει ο ESM.
Επιπλέον καταγράφει ότι “η Κύπρος ανέφερε μεγάλη πτώση του ΑΕΠ το 2020, αν και μικρότερη από τη μέση μείωση της ζώνης του ευρώ 6,6%. Μετά την επέκταση κατά 3,1% το 2019, η πραγματική οικονομική δραστηριότητα συρρικνώθηκε κατά περίπου 5,1% το 2020 κυρίως λόγω της κατάρρευσης του τουρισμού. Η εγχώρια ζήτηση, ωστόσο, παρέμεινε σχετικά ανθεκτική και τα κυβερνητικά προγράμματα στήριξης για την οικονομία μείωσαν τον αντίκτυπο της κρίσης. Το ποσοστό ανεργίας ανήλθε στο 7,3% τον Δεκέμβριο του 2020, κάτω από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ του 8,2%”.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με την έκθεση, το δημοσιονομικό έλλειμμα αυξήθηκε απότομα το 2020, “με αποτέλεσμα σημαντικές ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες”.
Αναλυτικά, “το πρωτογενές έλλειμμα ανήλθε σε περίπου 3,5% του ΑΕΠ το 2020, περίπου το ήμισυ του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ. Περισσότερο από το ήμισυ του ελλείμματος οφειλόταν στους αυτόματους σταθεροποιητές που αντιδρούσαν στη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ το υπόλοιπο προήλθε από μέτρα διακριτικής ευχέρειας που αποσκοπούσαν στον περιορισμό των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας”.
Το δημόσιο χρέος, προστίθεται, “αυξήθηκε σε πάνω από 118% του ΑΕΠ το 2020 από 94% ένα χρόνο νωρίτερα, ενώ ενδέχεται να προκύψουν περιορισμένες ενδεχόμενες υποχρεώσεις από κρατικές εγγυήσεις που χορηγήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα για τη στήριξη της οικονομίας. Οι κύριοι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, με εξαίρεση τη Moody`s, συνέχισαν να αξιολογούν το χρέος της Κύπρου σε επενδυτικό βαθμό. Η κρατική πιστοληπτική ικανότητα περιορίστηκε λόγω τρωτών σημείων που οφείλονται κυρίως στο υψηλό ιδιωτικό χρέος αλλά και στο σχετικά υψηλό δημόσιο χρέος”.
Επιπλέον καταγράφει ότι “παρά το δύσκολο οικονομικό περιβάλλον, η Κύπρος έχει καλή εικόνα στην αγορά και ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης, κυρίως χάρη στα μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, καθώς και το πρόγραμμα ΕΕ επόμενης γενιάς.”
Σε αυτό το πλαίσιο, η Κύπρος “ανέλαβε μια επιχείρηση διαχείρισης ευθύνης αντικαθιστώντας πλήρως το δάνειο του ΔΝΤ με χρηματοδότηση αγοράς”.
Επιπλέον, η Κύπρος “αξιοποίησε εκτενώς τις αγορές το 2020 με ευνοϊκά αποτελέσματα και αποδόσεις σε γενικές γραμμές σύμφωνα με τις εξελίξεις στη ζώνη του ευρώ”.
Ως αποτέλεσμα, “η κυβέρνηση δημιούργησε ένα μεγάλο ταμιευτήριο για την ελαχιστοποίηση των κινδύνων ρευστότητας για το 2020”.
Περισσότερο από το ήμισυ της αύξησης του λόγου δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μεταξύ τέλους 2019 και τέλους 2020, “οφείλεται σε σημαντική ενίσχυση του αποθέματος μετρητών”.
Ακόμη, ο ESM καταγράφει ότι “λόγω των κοινών προσπαθειών των αρχών και των τραπεζών, τα NPL μειώθηκαν σημαντικά από την κορυφή τους στις αρχές του 2015”.
Ο λόγος NPL παραμένει σε διψήφιο έδαφος και “η πανδημική κρίση θα μπορούσε να καθυστερήσει τα σχέδια για περαιτέρω μειώσεις”.
“Το μορατόριουμ για την πληρωμή δανείων έχει προστατεύσει τους ισολογισμούς των τραπεζών από νέα NPL, αν και οι προβλέψεις για ζημιές από δάνεια υπονομεύουν ήδη τα αποτελέσματα. Για να διευκολυνθεί η αναδιάρθρωση NPL και να ελαχιστοποιηθεί ο αντίκτυπος στο κεφάλαιο των τραπεζών, πρέπει να μεγιστοποιηθούν οι τιμές της δευτερεύουσας αγοράς των NPL, κάτι που απαιτεί μια προβλέψιμη και αποτελεσματική διαδικασία επιβολής συμβάσεων”, αναφέρει ο ESM.
“Ο νέος δανεισμός έχει μειωθεί, λόγω των περιορισμών κεφαλαίου των τραπεζών και της έλλειψης ενός συστήματος δημόσιας εγγύησης”, καταγράφει.