Τη θέσπιση ενός Εθνικού Κατώτατου Μισθού (ΕΚΜ) σε σχετικά χαμηλό επίπεδο, το οποίο να είναι υψηλότερο από το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, με παράλληλη ύπαρξη μηχανισμού αναπροσαρμογής του ύψους του βάσει τεκμηρίωσης από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, λαμβάνοντας υπόψη τα επιχειρήματα των κοινωνικών εταίρων και όχι βάσει του ισοζυγίου διαπραγματευτικής τους ισχύος ή πολιτικών και άλλων συμφερόντων”, εισηγείται το Συμβούλιο Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας.
«Η βασικότερη παράμετρος στο θεσμό του ΕΚΜ είναι ο καθορισμός του επιπέδου του», αναφέρει σε δελτίο Τύπου το Συμβούλιο, επισημαίνοντας πως «ενδεχόμενος καθορισμός ή αναθεώρηση του σε αδικαιολόγητα ψηλό επίπεδο, πιθανόν να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία, αλλά και να επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα από τους βασικούς του στόχους»
Γι’ αυτό το λόγο, προσθέτει το Συμβούλιο, «θεωρείται προτιμότερο το αρχικό επίπεδο να είναι σχετικά χαμηλό έτσι ώστε να υπάρχει περιθώριο για μελλοντικές προσαρμογές προς τα πάνω μέχρι να βρεθεί το βέλτιστο επίπεδο μέσα από την αξιολόγηση πραγματικών δεδομένων».
Σύμφωνα με το Συμβούλιο, ο πιο διαδεδομένος δείκτης, ο οποίος χρησιμοποιείται για σκοπούς σύγκρισης μεταξύ κρατών είναι ο διάμεσος εθνικός μηνιαίος μισθός, με το Διεθνή Οργανισμό Εργασίας να συστήνει σε διάφορες μελέτες του όπως ο ΕΚΜ καθορίζεται μεταξύ του 50-60% του διάμεσου εθνικού μηνιαίου μισθού. «Αυτό δεν σημαίνει ότι η συγκεκριμένη σύσταση πρέπει να τηρείται ευλαβικά, καθώς τα οικονομικά δεδομένα, οι συνθήκες και οι ιδιαιτερότητες της κάθε οικονομίας είναι διαφορετικά», προσθέτει το Συμβούλιο.
Σημειώνεται ακόμη ότι πέραν του πιο πάνω δείκτη, ο οποίος αντανακλά εν μέρει και το μεταβαλλόμενο κόστος διαβίωσης, θα πρέπει να λαμβάνονται και άλλα κριτήρια υπόψη όπως το επίπεδο παραγωγικότητας, το βιοτικό επίπεδο, ο πληθωρισμός και ο ρυθμός ανάπτυξης καθώς οι οι επισημάνσεις του Ομότιμου Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Λούη Χριστοφίδη ότι ο θεσμός του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (ΕΕΕ) πρέπει να ληφθεί υπόψη για την περίπτωση της Κύπρου.
«Λαμβάνοντας υπόψη αυτή τη παράμετρο, ο ΕΚΜ θα πρέπει να είναι ψηλότερος από το ΕΕΕ, έτσι ώστε να παρέχεται το κίνητρο για απασχόληση».
Μονοεπίπεδος ΕΚΜ με εξαιρέσεις
—————-
Στις προτάσεις του, το Συμβούλιο σημειώνει πως ο βασικός στόχος του ΕΚΜ μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα μέσω ενός επιπέδου κατώτατου μισθού για όλη την οικονομία, καθώς η πρακτική εφαρμογή του είναι πιο αποτελεσματική χωρίς σημαντική επιβάρυνση στο κράτος και στις επιχειρήσεις με επιπρόσθετο κόστος και διοικητικό φόρτο.
Όπως αναφέρεται, με την υιοθέτηση ενός επιπέδου ΕΚΜ, θεωρείται αναπόφευκτο να χρήζει κάποιων εξαιρέσεων ή ρυθμίσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, δίνονται ως παραδείγματα όπου ενδέχεται να προκύπτει τέτοια ανάγκη την περίπτωση των νεοεισερχομένων ή μαθητευόμενων, τα επαγγέλματα για τα οποία υπάρχουν εξειδικευμένες ρυθμίσεις, όπως τους εργάτες στη γεωργία και τους οικιακούς βοηθούς και για την οικονομική παροχή σε είδος.
Σημειώνεται ωστόσο πως «οι ειδικές περιπτώσεις όμως θα πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο για την εύρυθμη εφαρμογή του ΕΚΜ και να εφαρμόζονται όπου υπάρχει πραγματική ανάγκη και όχι για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων και υποσυνόλων του πληθυσμού».
Προσοχή στην εφαρμογή του ΕΚΜ λόγω πανδημίας
——————-
Αναφορικά με την περίοδο εφαρμογής του ΕΚΜ, το Συμβούλιο σημειώνει ότι οι συνθήκες πλήρους απασχόλησης θεωρείται ευνοϊκές για την εφαρμογή του ΕΚΜ, αφού υπάρχει μικρότερος κίνδυνος για απολύσεις/παράνομη εργοδότηση προσωπικού από τις επιχειρήσεις.
«Στο παρόν στάδιο, οι συνθήκες δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι είναι σταθερές, καθώς διανύουμε μια πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση, η οποία έχει προκαλέσει σοβαρές αναταράξεις στις οικονομίες παγκόσμια. Με αυτά τα δεδομένα, η υιοθέτηση ΕΚΜ αυτή τη περίοδο θα πρέπει να γίνει πολύ προσεχτικά λαμβάνοντας υπόψη τις παραμέτρους που έχουν επηρεαστεί από την υγειονομική κρίση», επισημαίνει το Συμβούλιο.
Να αποφευχθεί η εμπλοκή των κοινωνικών εταίρων στις αποφάσεις
—————-
Σε σχέση με την αναπροσαρμογή του ΕΚΜ, το Συμβούλιο Οικονομίας σημειώνει ότι αυτός θα πρέπει να αναπροσαρμόζεται σε τακτά διαστήματα για διατήρηση της αποτελεσματικότητας του, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους που αναφέρονται πιο πάνω.
Ο μηχανισμός αναπροσαρμογής θα πρέπει να βασίζεται στην επίτευξη του βασικού στόχου με αντικειμενικότητα, και να λαμβάνει υπόψη την εκτίμηση των επιπτώσεων, η οποία θα μπορούσε να γίνεται με τη χρήση μοντέλου, λέει το Συμβούλιο επισημαίνοντας πως είναι όμως επίσης σημαντικό να διασφαλιστεί ότι ο αντίκτυπος των προσαρμογών του κατώτατου μισθού θα παρακολουθείται και μελετάται επαρκώς και εκ των υστέρων, καθώς οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις των κατώτατων μισθών δεν είναι ποτέ πλήρως προβλέψιμες.
Παραθέτει επίσης διαφορετικές πρακτικές αναπροσαρμογής στις χώρες που εφαρμόζεται ΕΚΜ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο την ευθύνη για τον μηχανισμό αναπροσαρμογής αναλαμβάνει μια ανεξάρτητη επιτροπή από ειδικούς για το θέμα εμπειρογνώμονες και συμβούλους, στη Γαλλία και Ολλανδία η αναπροσαρμογή γίνεται από την κυβέρνηση με τη χρήση μαθηματικής φόρμουλας, στην Πορτογαλία και Πολωνία την ευθύνη της αναπροσαρμογής αναλαμβάνει μία τριμερής επιτροπή, η οποία απαρτίζεται από την κυβέρνηση, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και συνδέσμους εργοδοτών, ενώ στη Γερμανία (υιοθετήθηκε το 2015) ο αρχικός ΕΚΜ καθορίστηκε από την τότε κυβέρνηση και πλέον αναπροσαρμόζεται από ανεξάρτητη επιτροπή.
«Στις περιπτώσεις όπου η αναπροσαρμογή αποφασίζεται από κοινού με τους κοινωνικούς εταίρους υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η αναπροσαρμογή του ΕΚΜ να μην γίνεται αντικειμενικά προς την επίτευξη του βασικού στόχου, αλλά με βάση την εκάστοτε διαπραγματευτική δύναμη της κάθε πλευράς, το προσωπικό και πολιτικό συμφέρον», αναφέρει το Συμβούλιο και συμπληρώνει: «Συνεπώς, η εμπλοκή των κοινωνικών εταίρων στις τελικές αποφάσεις είναι προτιμότερο να αποφευχθεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι απόψεις και τα επιχειρήματά τους δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μέσω υπομνημάτων και συναντήσεων».
Πιθανές αρνητικές επιπτώσεις από την υιοθέτηση υψηλού ΕΚΜ
———————
Σύμφωνα με το Συμβούλιο, η πιο σημαντική αρνητική επίπτωση που ενδέχεται να προκληθεί από την υιοθέτηση υψηλού ΕΚΜ είναι η μείωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας από την αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων, αφού η θεσμοθέτηση ΕΚΜ πιθανώς να δημιουργήσει αυξητικές πιέσεις μισθών και στους ψηλότερα αμειβόμενους εργαζομένους. Σε αυτή την περίπτωση, το Συμβούλιο θεωρεί πως η αύξηση του λειτουργικού κόστους σε τέτοια περίπτωση επηρεάζει περισσότερο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις με κίνδυνο τη μείωση της δραστηριότητας τους και του αριθμού τους.
Σημειώνει περαιτέρω ότι το επιχείρημα ότι η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων αυξάνεται και συνεπώς αυξάνεται η κατανάλωση και οικονομική δραστηριότητα, ενδέχεται να υπονομευτεί από πιθανές πληθωριστικές πιέσεις που μπορεί να προκύψουν από γενικευμένες μισθολογικές αυξήσεις (δηλ. από ντόμινο αυξήσεων και σε πιο ψηλές μισθολογικές κλίμακες) αν ο ΕΚΜ καθοριστεί σε πολύ ψηλό επίπεδο.
Επίσης στην περίπτωση μικρών ανοικτών οικονομιών όπου το εμπορικό ισοζύγιο είναι αρνητικό, τα πολλαπλασιαστικά οφέλη στην εγχώρια οικονομία από την πιθανή αύξηση της κατανάλωσης θα είναι μικρότερα, λέει το Συμβούλιο.
Επισημαίνεται ακόμη ότι ο κίνδυνος μείωσης της απασχόλησης και η αύξηση της ανεργίας έχουν υποδειχτεί από πολλές θεωρητικές, αλλά και εμπειρικές μελέτες, αν και οι περισσότερες υποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε επίπτωση στην απασχόληση αναμένεται να είναι περιορισμένη ή τουλάχιστον να επηρεάζει μόνο συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού όπως οι χαμηλά ειδικευόμενοι και ανειδίκευτοι εργαζόμενοι, ενώ, στην περίπτωση ανοικτών οικονομιών, οι οποίες βασίζονται στον τομέα των υπηρεσιών, όπως η Κύπρος, οι πιο πάνω αρνητικές επιπτώσεις ενδέχεται να είναι εντονότερες.
Πέραν των πιο πάνω, η υιοθέτηση ΕΚΜ πιθανώς να οδηγήσει σε αύξηση της αδήλωτης εργασίας με χαμηλότερους μισθούς από τον ΕΚΜ, υπονομεύοντας έτσι τον πρωταρχικό του στόχο.
«Λαμβάνοντας υπόψη τα οφέλη αλλά και τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις, ο προσεχτικός και αντικειμενικός σχεδιασμός του ΕΚΜ είναι σημαντικός για την επίτευξη του κοινωνικού ρόλου του ΕΚΜ χωρίς αρνητικές επιπτώσεις», καταλήγει το Συμβούλιο.