Το 21,3% του πληθυσμού ή 188.000 άτομα βρίσκονταν σε Κίνδυνο Φτώχειας ή σε Κοινωνικό Αποκλεισμό (δείκτης AROPE), με βάση τα αποτελέσματα της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης 2020, με οικονομικό έτος αναφοράς το 2019.
Σύμφωνα με δελτίο Τύπου της Στατιστικής Υπηρεσίας Κύπρου, ο δείκτης AROPE είναι ένας από τους 9 βασικούς δείκτες στη Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «Ευρώπη 2020».
Πιο συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στο δελτίο Τύπου 21,3% του πληθυσμού ζούσε σε νοικοκυριά με διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας ή ζούσε σε νοικοκυριά με σοβαρή υλική στέρηση ή ζούσε σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλό δείκτη έντασης εργασίας. Ο δείκτης παρουσιάζει βελτίωση σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά που ήταν στο 22,3%, συνεχίζοντας την πτωτική πορεία των τελευταίων χρόνων, μετά που είχε φτάσει το 2015 στο 28,9%, στο ψηλότερο ποσοστό που έφτασε ποτέ ο δείκτης αυτός. Η βελτίωση αντικατοπτρίζεται τόσο στα ποσοστά των αντρών όσο και των γυναικών, 20,2% και 22,2% αντίστοιχα, διατηρώντας όμως διαχρονικά τις γυναίκες σε δυσμενέστερη θέση έναντι των αντρών.
Δείκτης Κινδύνου Φτώχειας (AROP)
Το ποσοστό του πληθυσμού που βρισκόταν σε Κίνδυνο Φτώχειας, δηλαδή το διαθέσιμο εισόδημα του βρισκόταν κάτω από το Χρηματικό Όριο Κινδύνου Φτώχειας, παρουσίασε μικρή μείωση, φτάνοντας στο 14,3% σε σχέση με 14,7% που ήταν το 2019. Το ψηλότερο ποσοστό που έφτασε ποτέ ο δείκτης αυτός ήταν το 2015 με 16,2%. Το Χρηματικό Όριο Κινδύνου Φτώχειας αυξήθηκε το 2020 στα €10.022 για νοικοκυριά ενός ατόμου σε σχέση με €9.729 το 2019 και στα €21.047 για νοικοκυριά με δυο ενήλικες και 2 εξαρτώμενα παιδιά σε σχέση με €20.431 το 2019.
Δείκτης Σοβαρής Υλικής Στέρησης (SMD)
Το ποσοστό του πληθυσμού με Σοβαρή Υλική Στέρηση, δηλαδή το ποσοστό του πληθυσμού που λόγω οικονομικών δυσκολιών δεν μπορούσε, για παράδειγμα, να αποπληρώσει τους λογαριασμούς του ρεύματος/νερού ή τα δάνειά του ή δεν μπορούσε να έχει τον χειμώνα ικανοποιητική θέρμανση ή να αντιμετωπίσει μια έκτακτη αλλά αναγκαία δαπάνη (περισσότερες πληροφορίες στους ορισμούς στις μεθοδολογικές πληροφορίες) μειώθηκε το 2020 στο 8,3% σε σχέση με 9,1% που είχε φτάσει το 2019.
Δείκτης Πολύ Χαμηλής Έντασης Εργασίας (LWI)
Το ποσοστό του πληθυσμού στις ηλικίες 0-59 ετών που ζούσε σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλό Δείκτη Έντασης Εργασίας, δηλαδή οι ενήλικες στο νοικοκυριό εργάστηκαν κατά την περασμένη χρονιά λιγότερο από 20% της συνολικής τους δυνατότητας, παρουσιάζει επίσης μείωση το 2020, φτάνοντας στο 5,6% σε σχέση με 6,8% που είχε φτάσει το 2019.
Οικονομική Ανισότητα
Το μέσο ετήσιο καθαρό διαθέσιμο εισόδημα του νοικοκυριού για το 2020, με οικονομικό έτος αναφοράς το 2019, ήταν €33.862, παρουσιάζοντας αύξηση 0,8% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά που ήταν €33.584.
Η οικονομική ανισότητα εκφράζεται, κυρίως, με τον δείκτη κατανομής εισοδήματος σε πεμπτημόρια (S80/S20) και τον δείκτη άνισης κατανομής εισοδήματος, συντελεστή Gini. Το 2020, οι δύο συντελεστές οικονομικής ανισότητας, με περίοδο αναφοράς το 2019, παρουσιάζουν μείωση σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, υποδηλώνοντας βελτίωση στην κατανομή του εισοδήματος των νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, ο δείκτης S80/S20, ο οποίος εξετάζει το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού προς το εισόδημα του φτωχότερου 20% του πληθυσμού, έφτασε το 2020 στο 4,3. Δηλαδή, το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ήταν 4,3 φορές ψηλότερο από το εισόδημα του φτωχότερου 20% του πληθυσμού, σε σχέση με 4,6 που ήταν το 2019. Επίσης, ο συντελεστής Gini μειώθηκε στο 29,3%, σε σχέση με το 31,1% που είχε φθάσει το 2019.
Η έρευνα που διενεργήθηκε το 2020, με οικονομικό έτος αναφοράς το 2019, κάλυψε δείγμα 4.192 νοικοκυριών σε όλες τις επαρχίες της Κύπρου, στις αγροτικές και αστικές περιοχές.
Η έρευνα διεξάγεται από το 2005 πάνω σε ετήσια βάση με εναλλασσόμενο δείγμα νοικοκυριών και αποτελείται από δύο μέρη (συνιστώσες), τη συγχρονική (cross-sectional) και τη διαχρονική (longitudinal) συνιστώσα. Η συγχρονική συνιστώσα της έρευνας αναφέρεται σε μια δεδομένη χρονική στιγμή ή περίοδο, ενώ η διαχρονική αναφέρεται στις αλλαγές που παρουσιάζονται σε ατομικό επίπεδο σε χρονικό διάστημα τριών ή τεσσάρων χρόνων.
Η συλλογή των στοιχείων έγινε με προσωπικές και τηλεφωνικές συνεντεύξεις στα νοικοκυριά με τη χρήση ηλεκτρονικών ερωτηματολογίων.
ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ