Τη χειρότερη επίδοση στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε ό,τι αφορά την περίοδο ανάκτησης ενός οικιστικού δανείου, καθώς και στην κατηγορία άλλων καταναλωτικών δανείων, παρουσιάζει η Κύπρος, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ).
Σύμφωνα με έρευνα της ΕΑΤ για τα εθνικά πλαίσια ανάκτησης δανείων, στον τομέα των οικιστικών ακινήτων το κυπριακό τραπεζικό σύστημα χρειάζεται υπερδιπλάσιο χρόνο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ειδικότερα η ανάκτηση της εξασφάλισης χρειάζεται 6,4 χρόνια (σε ένα απλό μέσο όρο) σε σύγκριση με 3,1 που είναι ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος. Αντίστοιχα το ποσοστό της καθαρής αξίας της ανάκτησης της Κύπρου είναι το τέταρτο χαμηλότερο στην ΕΕ και ανέρχεται στο 28,2% της αξίας του δανείου, έναντι 43,9% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
“Η υψηλότερη περίοδος ανάκτησης οδηγεί σε χαμηλότερο ποσοστό ανάκτησης αντανακλώντας τις φτωχές διαδικασίες εφαρμογής/αφερεγγυότητας», σχολιάζει η ΕΑΤ.
Βάσει των στοιχείων της ΕΑΤ, η περίοδος ανάκτησης ενός δανείου, καθορίζεται ως ο χρόνος από την επίσημη έναρξη της διαδικασίας μέχρι την πλήρη ανάκτηση. Το καθαρό ποσό ανάκτησης αποτελεί το ποσό ανάκτησης αφού αφαιρεθούν όλα τα έξοδα που σχετίζονται με τη διαδικασία ανάκτησης, ενώ το ποσό το δανείου είναι το ονομαστικό υπόλοιπο του δανείου όταν κηρύχθηκε ως μη εξυπηρετούμενο.
Αναφορικά με την περίοδο ανάκτησης ενός δανείου που σχετίζεται με εμπορικά ακίνητα (CRE), η Κύπρος χρειάζεται 2,1 χρόνια κατά μέσο όρο για να ανακτήσει ένα δάνειο της κατηγορίας αυτής, σε σύγκριση με 4,1 χρόνια που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Το καθαρό ποσοστό ανάκτησης ανέρχεται σε 23,3% κατά μέσο όρο, έναντι 38,4% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Σε ό,τι αφορά την περίοδο ανάκτησης ενός δανείου που σχετίζεται με μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), η περίοδος για την Κύπρο ανέρχεται σε 4,1 χρόνια έναντι 3,3 χρόνια του ευρωπαϊκού μέσου όρου, με την Κύπρο να παρουσιάζει την πέμπτη χειρότερη επίδοση μετά την μετά την Ιταλία, την Ιρλανδία, τη Μάλτα και την Τσεχία. Η σχετικά μεγάλη περίοδος ανάκτησης στα δάνεια που σχετίζονται με ΜΜΕ στην Κύπρο ενδεχομένως να οφείλεται και στο πολλά δάνεια επαγγελματικής στέγης έχουν ως εξασφάλιση κύρια κατοικία. Παράλληλα, το καθαρό ποσοστό ανάκτησης ενός δανείου ΜΕΕ στην Κύπρο ανέρχεται σε 23,7% με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να ανέρχεται σε 31,5%.
Βελτιωμένη είναι η εικόνα σε ό,τι αφορά τον χρόνο ανάκτησης σε περίπτωση δανείων μεγάλων επιχειρήσεων, καταδεικνύοντας την ευκολότερη διαδικασία που διέπει τη συγκεκριμένη κατηγορία δανείων. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεί της ΕΤΑ, χρειάζεται 2,2 χρόνια, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος της ΕΕ ανέρχεται σε 3,4 έτη.
Αναφορικά με τον χρόνο ανάκτησης δανείων που σχετίζονται με πιστωτικές κάρτες, η περίοδος ανάκτησης για την Κύπρο ανέρχεται στα 3,3 χρόνια κατά μέσο όρο, σε σύγκριση με 2,3 χρόνια που είναι ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος.
Πολύ υψηλή είναι η περίοδος ανάκτησης δανείων για καταναλωτικά δάνεια, με την Κύπρο να κρατεί την «πρωτιά» στην περίοδο εκποίησης με 7,1 χρόνια κατά μέσο όρο, έναντι 3,7 ετών που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Ο σταθμισμένος μέσος όρος σε αυτή την περίπτωση είναι τα τέσσερα χρόνια για την Κύπρο σε σύγκριση με 3,7 χρόνια για την ΕΕ. Αντίθετα, όμως, το καθαρό ποσοστό ανάκτησης ανέρχεται στο 50% των δανείων αυτών, πολύ υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που ανέρχεται σε 32,9%.
Νομικό κόστος
Στα στοιχεία της ΕΑΤ περιλαμβάνεται και κατάταξη όσον αφορά το νομικό κόστος ανάκτησης, που είναι τα δικαστικά έξοδα διαιρούμενα από το ονομαστικό κόστος του δανείου όταν αυτό κηρύχθηκε ως ΜΕΔ.
Για τις ΜΜΕ το δικαστικό κόστος στην Κύπρο ανέρχεται σε 3,5% (ένατο ψηλότερο στην ΕΕ) το ίδιο με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ για τα εταιρικά δάνεια υποχωρεί στο 0,6%, έναντι 1,4% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Στην περίπτωση των οικιστικών ακινήτων το νομικό κόστος στην Κύπρο ανέρχεται στο 2,2% έναντι του 2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ για τα εμπορικά ακίνητα το κόστος αντιστοιχεί στο 1,5% έναντι 1,6% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Στην περίπτωση ανάκτησης ορίων πιστωτικών καρτών, το κόστος ανεβαίνει στο 6,6% έναντι 5,4% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ για άλλα καταναλωτικά δάνεια το νομικό κόστος ανέρχεται σε 4,1% έναντι 6,7% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Πάντως η ΕΑΤ σημειώνει ότι τα εθνικά πλαίσια εφαρμογής δανειακών συμβάσεων ποικίλουν σημαντικά από χώρα σε χώρα σε ό,τι τα πλαίσια εφαρμογής που διατίθενται στους πιστωτές, το εύρος και συνέπεια της εφαρμογής των κανόνων και την αποτελεσματικότητα των δικαστικών συστημάτων.
Σημειώνεται ότι για σκοπούς καταρτισμού της έκθεσης, η ΕΑΤ συνέλεξε στοιχεία από τις συμμετέχουσες τράπεζες μέχρι και το 2018.
ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ