Νομοσχέδια που αφορούν τη δυνατότητα εκδοτών εταιρικών χρεογράφων να επωφελούνται μειωμένου συντελεστή παρακράτησης έκτακτης εισφοράς για την άμυνα, την επιβολή εγγυητικού τέλους σε πιστωτικό ίδρυμα και τη δυνατότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να δίδει παράταση προθεσμιών σε εποπτευόμενους της, συζήτησε τη Δευτέρα, η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών.
Συγκεκριμένα, η Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής συνέχισε την συζήτηση επί της αρχής του νομοσχεδίου που αφορά την διεύρυνση του πλαισίου παρακράτησης έκτακτης εισφοράς από τόκους εισπρακτέους από εταιρικά χρεόγραφα, ώστε να επωφελούνται του μειωμένου συντελεστή 3% και εταιρικοί επενδυτές, πέραν των φυσικών προσώπων.
Κατά τη συζήτηση, η μόνη εισήγηση που έγινε αποδεκτή από το Υπουργείο Οικονομικών ήταν αυτή του Χρηματιστηρίου, η οποία αναφερόταν στην ανάγκη αφαίρεσης των κυβερνητικών ομολόγων ξένων χωρών από το μειωμένο συντελεστή έκτακτής εισφοράς για την άμυνα μέσω της διαγραφής του λεκτικού στο νομοσχέδιο «ή και Κυβέρνηση άλλου κράτους».
Το Γραφείο της Εφόρου Ελέγχου Κρατικών Ενισχύσεων, η Νομική Υπηρεσία, το Τμήμα Φορολογίας και ο Σύνδεσμος Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου (ΣΕΛΚ) συμφώνησαν με την πρόταση του ΥΠΟΙΚ.
Εισήγηση του Συνδέσμου Τραπεζών για διεύρυνση του πλαισίου έτσι ώστε να δικαιούνται μειωμένο συντελεστή οντότητες που θα εκδίδουν εταιρικά χρεόγραφα για εποπτικούς λόγους δεν έγινε αποδεκτή καθώς κρίθηκε ότι θα είναι έμμεση κρατική ενίσχυσης προς αυτές τις οντότητες.
Η εκπρόσωπος του Συνδέσμου Τραπεζών εξέφρασε την άποψη ότι «αποτελεί δυσμενή διάκριση μεταξύ μεγάλων και μικρών εκδοτών χρεογράφων το να είναι προϋπόθεση να είναι εισηγμένα» τα χρεόγραφα.
Εκπρόσωπος της Κεντρικής Τράπεζας ανέφερε ότι η ΚΤ θα συνεχίσει να ασκεί τις αρμοδιότητες της, δηλαδή να εποπτεύει τα πιστωτικά ιδρύματα να συμμορφώνονται με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και αφετέρου τις όποιες αρμοδιότητες έχει σε σχέση με την διάθεση των τραπεζικών χρεογράφων, ενώ σημείωσε πως «η ΚΤΚ δεν έχει αρμοδιότητα για θέματα φορολογίας».
Επίσης, η Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής συνέχισε τη συζήτηση επί της αρχής νομοσχεδίου αναφορικά με την επιβολή εγγυητικού τέλους σε πιστωτικό ίδρυμα που επωφελήθηκε από την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση που δημιουργήθηκε από φορολογικές ζημιές.
Σύμφωνα με τις αλλαγές που έγιναν επί του αρχικού νομοσχεδίου, το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα καταβάλλει στη Δημοκρατία το ετήσιο εγγυητικό τέλος για κάθε φορολογικό έτος από το 2022 και μετά στο οποίο αντιστοιχεί η ετήσια δόση. Το ετήσιο εγγυητικό τέλος καθορίζεται από τον Υπουργό Οικονομικών 1,5% του αποτελέσματος που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του φορολογικού συντελεστή με τη σχετική ετήσια δόση με ανώτατο ποσό τα 10 εκατομμύρια ευρώ.
Αναφέρεται επίσης στο νομοσχέδιο ότι το τέλος κοινοποιείται στο πιστωτικό ίδρυμα εντός έξι μηνών από το τέλος κάθε σχετικού φορολογικού έτους και θα καταβάλλεται εντός εννέα μηνών από το τέλος κάθε σχετικού φορολογικού έτους.
Η εκπρόσωπος του ΥΠΟΙΚ ανέφερε ότι από το 2022 μέχρι το 2028 υπολογίζεται ότι θα λαμβάνεται από το κράτος 5,35 εκ. ευρώ ανά έτος, ποσό που γνωστοποιείται στο πιστωτικό ίδρυμα εντός έξι μηνών.
Ανέφερε επίσης ότι από το 2018 μέχρι το 2021 υπολογίζεται να λάβει το κράτος εντός του 2022 το ποσό των 21,4 εκ. ευρώ και πρόσθεσε ότι «εντός του έτους το οποίο το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ δύναται να καθοριστεί εγγυητικό τέλος πέραν των 10 εκ. ευρώ».
Είπε ακόμη ότι η αναβαλλόμενη υποχρέωση είναι 417 εκ. ευρώ και αν υπολογιστεί ετήσιο εγγυητικό τέλος 1,5% τότε προκύπτει ποσό 6,25 εκ. ευρώ το οποίο θα εισέπραττε το κράτος σε βάθος 11 ετών (από το 2018 – 2028).
Τέλος, η Επιτροπή Οικονομικών αποφάσισε να εγκρίνει την δυνατότητα, μία φορά μόνο, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να δίδει παράταση προθεσμιών, σε περιπτώσεις όπου οι συνθήκες που επικρατούν στη Δημοκρατία επηρεάζουν τη δυνατότητα συμμόρφωσης των εποπτευομένων της (Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων, Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων) με οποιαδήποτε από τις προθεσμίες που τίθενται στην αντίστοιχη βασική νομοθεσία.
Η Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής συνέχισε την συζήτηση του θέματος μετά την αναβολή της συζήτησης του στην Ολομέλεια του Σώματος στις 14 Απριλίου του 2022.