Ο ρυθμός αύξησης των επιτοκίων, πέραν από τους δανειολήπτες, επηρεάζει την ίδια την οικονομία, αλλά και τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια πολλών οργανισμών, με τη μείωση στις αποτιμήσεις, δήλωσε στο ΚΥΠΕ ο οικονομολόγος στην KPMG Τάσος Γιασεμίδης, προσθέτοντας ότι «η μείωση της αξίας των χρηματοοικονομικών μέσων, αν και εφόσον δεν υπάρχει σωστή διασπορά του κινδύνου, οδηγεί σε σημαντικές ζημιές».
Επιπλέον, ο κ. Γιασεμίδης, ο οποίος κλήθηκε να σχολιάσει τις συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες και την αναταραχή που δημιουργήθηκε σε τράπεζες παγκοσμίως, είπε ότι η αύξηση στο κόστος δανεισμού/χρηματοδότησης οδηγεί σε μείωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και των επενδύσεων, περιορίζοντας τις προοπτικές των οικονομιών.
Ανέφερε ότι σκοπός της αύξησης των επιτοκίων είναι η μείωση της ζήτησης στα προϊόντα, αλλά αυτή την περίοδο, όπως είπε, «υπάρχουν σοβαρά ζητήματα όπως η αδυναμία κάλυψης των αναγκών σε προϊόντα, η αποπαγκοσμιοποίηση και ζητήματα με την εφοδιαστική αλυσίδα που διατηρούν τον πληθωρισμό σε υψηλά επίπεδα παρά την επιβράδυνση του».
Ωστόσο, ο κ. Γιασεμίδης είπε ότι η παρατεταμένη περίοδος χαμηλών και αρνητικών επιτοκίων μέσα από τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης των κεντρικών τραπεζών αν και είναι σχεδιασμένα για να υιοθετούνται προσωρινά, παρέμειναν σε ισχύ για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω της οικονομικής κρίσης, της εξάπλωσης του κορωνοϊού και άλλων αρνητικών εξελίξεων.
«Η παραχώρηση ρευστότητας αστόχευτα ενδεχομένως να οδήγησε τις τιμές προς τα πάνω, ενώ σημαντικό μέρος αυτής διοχετεύτηκε στις χρηματαγορές και σε επενδύσεις σε κινητές και ακίνητε αξίες», πρόσθεσε.
Σημείωσε πως ήταν αναμενόμενο ότι το μέτρο ήταν προσωρινό και σταδιακά θα υπήρχαν οι αυξήσεις των επιτοκίων.
«Αυτό που ενδεχομένως να μην ήταν αναμενόμενο είναι ο ρυθμός αύξησης τους, ο οποίος, πέραν από τους δανειολήπτες, επηρεάζει την ίδια την οικονομία αλλά και τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια πολλών οργανισμών με τη μείωση στις αποτιμήσεις», κατέληξε.