Ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα για τις επόμενες κινήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) αναφορικά με την πορεία των επιτοκίων, άφησε ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ και μέλος της εκτελεστικής επιτροπής Φίλιπ Λέιν, ο οποίος τόνισε πως οι αποφάσεις θα ληφθούν στη βάση των εισερχόμενων στοιχείων.
Παράλληλα, ο κ. Λέιν, ο οποίος βρέθηκε χθες στην Κύπρο κατόπιν πρόσκλησης του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και μέλους του ΔΣ της ΕΚΤ, Κωνσταντίνου Ηροδότου, ανέφερε σε συνέντευξη στο ΚΥΠΕ πως οι ευρωπαϊκές τράπεζες βρίσκονται υπό στην αυστηρή εποπτεία της ΕΚΤ και διαθέτουν τους δείκτες κεφαλαίου και ρευστότητας προκειμένου να αντιμετωπίσουν τυχόν προκλήσεις που προκύπτουν από τις αυξήσεις των επιτοκίων.
Έπειτα από την αύξηση των βασικών επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης τον περασμένο Μάρτιο, την έκτη κατά σειρά, ο κ. Λέιν τόνισε ότι η ΕΚΤ θα εξετάσει τα εισερχόμενα στοιχεία τόσο για τον πληθωρισμό αλλά και ενδεχόμενες επιδράσεις από τους κλυδωνισμούς που προέκυψαν από την κατάρρευση περιφερειακών τραπεζών στις ΗΠΑ, αλλά και την αναταραχή που προκάλεσε η Credit Suisse.
«Θεωρώ ότι ήμασταν ξεκάθαροι στις τελευταίες συναντήσεις. Είχαμε μια επιπλέον αύξηση στη συνάντηση του Μαρτίου και έχουν γίνει πολλά. Αλλά ήμασταν επίσης ξεκάθαροι ότι η επόμενη απόφασή μας τον Μάιο θα εξαρτηθεί από τρεις παράγοντες» είπε.
Ειδικότερα, ο Ιρλανδός επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ είπε πως οι αποφάσεις θα εξαρτηθούν από την προοπτική του πληθωρισμού, εν αναμονή του νέας μέτρησης του Απριλίου, την υποκείμενη δυναμική του πληθωρισμού και της εκτίμηση του πόσο γρήγορα θα υποχωρήσει ή αν θα παραμένει σε ψηλά επίπεδα, καθώς επίσης πόσο περιοριστικές είναι οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικής στην οικονομία, πιέζοντας τον πληθωρισμό προς τα κάτω.
«Συνεπώς», τόνισε, «για αυτούς τους λόγους δεν έχουμε πλέον υποδείξει ή προαναγγείλει, αν θέλετε, τι θα είναι η προσδοκία για την επόμενη συνάντηση ή στις επόμενες συναντήσεις και πιστεύω ότι θα εξετάσουμε πολύ προσεκτικά όλα αυτά τα δεδομένα τις επόμενες εβδομάδες».
Απαντώντας σε ερώτηση, ο κ. Λέιν είπε ότι το σημαντικό είναι η κατανόηση κάθε εισερχόμενου στοιχείου.
«Βλέπουμε σημάδια ότι ο πληθωρισμός υποχωρεί; Βλέπουμε σημάδια ότι οι αυξήσεις επιτοκίων μειώνουν την παραχώρηση πίστωσης, αν οδηγούν για παράδειγμα σε μειωμένες επενδύσεις και μειωμένη κατανάλωση, μειωμένη πίεση στην οικονομία και συνεπώς μειωμένο πληθωρισμό; Έχουμε ακόμη αρκετό διάστημα από σήμερα μέχρι τη συνάντηση του Μαΐου που είναι σε ένα μήνα και άρα αντί να προσπαθούμε να προβλέψουμε τώρα ποια θα είναι η απόφαση, η προσοχή μας θα είναι στα εισερχόμενα στοιχεία και θα τα αναλύσουμε μέχρι την ημέρα της συνάντησης και θα αποφασίσουμε τότε», είπε.
Ερωτηθείς ποια θα είναι η κατεύθυνση της ερχόμενης συνεδρίας, ο κ. Λέιν είπε πως στη συνάντηση του Μαρτίου είχαμε μια δέσμη μακροοικονομικών προβλέψεων για τους ερχόμενους μήνες «και αν μέχρι τη συνάντηση του Μαΐου οι προβλέψεις αυτές παραμένουν ως έχουν τότε μια αύξηση επιτοκίου θα είναι πρέπουσα».
Ωστόσο, πρόσθεσε, «πρέπει να είμαστε επιστημονικοί και να βασιζόμαστε στα στοιχεία και συνεπώς αυτές τις εβδομάδες θα πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσο τα εισερχόμενα δεδομένα είτε υποστηρίζουν την πρόβλεψη του Μαρτίου ή αν δημιουργήσουν περισσότερες ανησυχίες για τον πληθωρισμό αυτό θα μας οδηγήσει σε μια κατεύθυνση, αν δημιουργούν λιγότερες πληθωριστικές ανησυχίες αυτό θα μας οδηγήσει σε άλλη κατεύθυνση».
«Αν το βασικό σενάριο που αναπτύξαμε πριν προκύψουν οι τραπεζικές πιέσεις, αν αυτό το σενάριο διατηρηθεί, θα ήταν ορθό να προχωρήσουμε σε περαιτέρω αύξηση τον Μάιο, ωστόσο πρέπει να βασιζόμαστε στα στοιχεία σε σχέση με την εκτίμηση του κατά ποσόν ισχύει το βασικό σενάριο κατά τη συνάντηση του Μαΐου», τόνισε.
Ερωτηθείς αν η απόφαση του OPEC για μείωση της παραγωγής πετρελαίου περιπλέκει τα πράγματα σε σχέση με την νομισματική στάση της ΕΚΤ, ο κ. Λέιν είπε πως αυτό θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της μεγάλης μείωσης στις τιμές τόσο του πετρελαίου όσο και το φυσικού αερίου που είχαν προηγηθεί, εξηγώντας ότι η γενικότερη τιμή της ενέργειας, το μείγμα μεταξύ πετρελαίου, αερίου και ηλεκτρισμού είναι βέβαια μεγάλο μέρος της δυναμικής του πληθωρισμού.
«Αυτό είναι μια αντιστροφή της τάσης, αλλά στο πλαίσιο μιας αρκετά πτωτικής τάσης, έχουμε δει μια συνεχιζόμενη και πολύ μεγάλη μείωση στις τιμές του αερίου και, αν θέλετε η μείωση από τις τιμές της ενέργειας μειώνει την πίεση στην υπόλοιπη οικονομία», είπε, για να προσθέσει: «Συνεπώς δεν είναι μόνο μόνο ο μηχανικός αντίκτυπος των τιμών της ενέργειας, αλλά ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα για μας είναι πώς η υπόλοιπη οικονομία ανταποκρίνεται στην δυναμική της ενέργειας».
Όπως είπε, έπειτα από την μεγάλη πίεση σε πολλούς τομείς της οικονομίας λόγω της αύξησης της τιμής του ηλεκτρισμού, «φέτος με τον αέριο να βελτιώνεται κάπως, με την τιμή του πετρελαίου να υποχωρεί μέχρι και πρόσφατα αυτό θα ελαφρύνει την πίεση σε πολλούς τομείς».
«Συνεπώς, είναι για αυτό που η εισροή στοιχείων είναι τόσο σημαντική γιατί είναι δυνατόν να συζητήσουμε πολλές πιθανότητες και πρέπει να δούμε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο τον καθαρό αντίκτυπο της δυναμικής», είπε.
Αναπόφευκτες οι αυξήσεις επιτοκίων
Κληθείς να σχολιάσει επικρίσεις ότι η ΕΚΤ προχωρεί σε αυξήσεις επιτοκίων αγνοώντας τις συνέπειες στην πραγματική οικονομία και την ικανότητα των δανειοληπτών να αποπληρώσουν τα δάνεια τους, ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ είπε πως εργαζόμαστε πολύ σκληρά για να προσπαθήσουμε να έχουμε ισοζυγισμένες αποφάσεις, λαμβάνουμε πλήρως υπόψη τον αντίκτυπο των αυξήσεων των επιτοκίων σε αυτούς που έχουν χρέη, που αντιμετωπίζουν προκλήσεις αποπληρωμής των δανείων τους, τις περιπλοκές για επενδύσεις, για τα νοικοκυριά.
«Αλλά παρακαλώ θυμηθείτε, ο λόγος για τον οποίο αυξάνουμε τα επιτόκια τώρα είναι διότι ο πληθωρισμός είναι υψηλός. Για να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει σε χαμηλό επίπεδο, στο 2%, που είναι ο στόχος μας, πιστεύουμε ότι είναι αναγκαίο, είναι αναπόφευκτο να προχωρήσουμε σε αυτές τις αυξήσεις επιτοκίων και αν δεν το κάναμε, αν κρατούσαμε τα επιτόκια πολύ χαμηλά, πιστεύουμε ότι ο πληθωρισμός θα παρέμενε πολύ ψηλά για μεγάλο διάστημα και αυτό δεν θα εξυπηρετούσε κανένα, θα σήμαινε κατ’ ακρίβεια δυσκολότερες οικονομικές συνθήκες για μεγαλύτερη χρονική περίοδο».
Όπως σημείωσε η τωρινή περίοδος αύξησης των επιτοκίων είναι η καλύτερη οδός για τη σταθερότητα είναι η καλύτερη οδός να διασφαλίσουμε ότι η οικονομία είναι σε καλή κατάσταση και ότι σταθεροποιείται το κόστος διαβίωσης.
«Είναι βέβαια», συνέχισε, «δύσκολο για αυτούς που ελπίζουν σε χαμηλότερα επιτόκια αλλά αυτό είναι ένα σημαντικό επεισόδιο. Είναι σημαντικό για μας στην ΕΚΤ να διασφαλίσουμε ότι η πολιτική των επιτοκίων ανταποκρίνεται στην πρόκληση του πληθωρισμού. Για αυτούς που εκφράζουν αυτές τις ανησυχίες είμαι βέβαιος ότι μοιράζονται την πεποίθησή μου ότι όλοι μας χρειάζεται να δούμε τον πληθωρισμό να επιστρέφει σε χαμηλό επίπεδο περίπου στο 2% το συντομότερο δυνατόν».
Ο κ. Λέιν σημείωσε εξάλλου πως αυτοί που υποφέρουν περισσότερο από τον πληθωρισμό είναι αυτοί με χαμηλά εισοδήματα, που είναι αντιμέτωποι με πολύ ψηλές τιμές των τροφίμων, που συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν την αύξηση στις τιμές του ηλεκτρισμού και των τιμών του αερίου πέρσι.
«Και είναι προς το συμφέρον όλων να μην αφήσουμε τον υψηλό πληθωρισμό να παραμείνει πολύ υψηλά για μεγάλο διάστημα», τόνισε.
Υπάρχουν διαφορές μεταξύ ευρωπαϊκών τραπεζών, ΗΠΑ και Credit Suisse
Απαντώντας σε ερώτηση για τις καταρρεύσεις αμερικανικών περιφερειακών τραπεζών, αλλά και για την αναταραχή που προέκυψε λόγω της Credit Suisse, ο κ. Λέιν είπε ότι είναι σημαντικό όλοι να κατανοήσουν τις διαφορές μεταξύ της Ευρωζώνης, της Ελβετίας και του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος.
Όπως ανέφερε, η ΕΚΤ επικεντρώθηκε στο να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες έχουν υψηλούς δείκτες κεφαλαίου και ρευστότητας, ότι οι τράπεζες εποπτεύονται με αυστηρό τρόπο από την ΕΚΤ, ενώ η ευρωπαϊκή οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 1%.
«Άρα, κάτω από αυτές τις συνθήκες, βεβαίως παρακολουθούμε προσεκτικά, η εκτίμησή μας είναι ότι το τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης είναι ισχυρό, είναι σταθερό και δεν είναι τόσο ευάλωτο στις αλλαγές στα επιτόκια και στις αλλαγές στην οικονομία όσο μερικές από τις τράπεζες στις οποίες αναφερθήκατε. Συνεπώς για αυτούς τους λόγους είμαστε σε επιφυλακή, αλλά πιστεύω πως όλοι πρέπει να καταλάβουν πως το τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης είναι σε καλή κατάσταση», είπε.
Απαντώντας σε ερώτηση αν υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ του αμερικανικού και ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, ο κ. Λέιν επανέλαβε ότι η ΕΚΤ παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή, για να σημειώσει ωστόσο ότι «είναι ολοένα και περισσότερο ξεκάθαρο για τους επενδυτές να εκτιμήσουν ότι το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα έχει προετοιμαστεί για την κατάσταση των αυξανόμενων επιτοκίων που αντιμετωπίζουμε και ότι αυτοί οι κίνδυνοι είναι αρκετά περιορισμένοι και, ξανά, πιστεύω για αυτό το λόγο, θα πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στην κατάσταση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος».
Ερωτηθείς για το ενδεχόμενο πραγματοποίησης ζημιών στα χαρτοφυλάκια ομολόγων των τραπεζών λόγω της αύξησης των επιτοκίων, ο κ. Λέιν υπογράμμισε ότι ο κίνδυνος αυτός είναι κατανοητός και ακριβώς για αυτό τον λόγο είναι σημαντικό να υπάρχει προσοχή στο μέγεθος του του χαρτοφυλακίου ομολόγων το οποίο διακρατεί μια τράπεζα, να μην είναι πολύ μεγάλο, ότι είναι ορθά καταγραμμένο, ότι τυγχάνει ορθής διαχείρισης και ότι έχουν αρκετό κεφάλαιο που να τις προστατεύει έναντι των όποιων ζημιών στην αξία αυτών των ομολόγων.
«Αυτό που θα έλεγα, από την σκοπιά της ΕΚΤ είναι ότι έχουμε ακολουθήσει μια προσέγγιση βήμα με βήμα για τη νομισματική σύσφιξη από τα τέλη του 2021 μέχρι τώρα, υπήρξε μια σημαντική αύξηση των επιτοκίων, αλλά ήταν σταδιακή, ήταν βήμα με βήμα και αυτό έχει δώσει στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, πιστεύω, χρόνο να προσαρμοστεί στην αλλαγή της κατάστασης» είπε.
Ναι στο ευρωπαϊκό σύστημα εγγύησης καταθέσεων αλλά υπάρχουν προαπαιτούμενα
Εξάλλου σε ερώτηση αν πρέπει να εξεταστεί η εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων, είπε ότι όλοι μοιραζόμαστε ένα κοινό όραμα για το πού θέλουμε να καταλήξουμε σε σχέση με μια πλήρη τραπεζική ένωση, η οποία περιλαμβάνει ένα ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων. «Αλλά πιστεύω ότι όλοι πρέπει να κατανοήσουμε ότι για να φτάσουμε σε αυτό στον προορισμό, είναι μια διαδικασία βήμα με βήμα, είναι σημαντικό να υπάρχει δυναμική, ότι όλες οι προϋποθέσεις, όλα αυτά τα βήματα που απαιτούνται πρέπει να τηρηθούν».
«Όπως γνωρίζετε αυτή ήταν μια συζήτηση των τελευταίων χρόνων. Πιστεύω ότι αυτό που είδαμε φέτος, ενισχύει την αξία όχι μόνο μιας πλήρους τραπεζικής ένωσης, αλλά επίσης μιας πλήρους ένωσης κεφαλαιαγορών στην Ευρώπη. Συνεπώς συμφωνώ απόλυτα με το όραμα, αλλά δεν είναι μια απόφαση από τη μια μέρα στην άλλη, δεν είναι απόφαση που λαμβάνεται εν μία νυκτί, είναι πολλά διαφορετικά συστατικά που πρέπει να τηρηθούν για να επιτευχθεί αυτό», κατέληξε.
Πηγή: ΚΥΠΕ