Ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Κωνσταντίνος Ηροδότου δήλωσε την Παρασκευή ότι οι τράπεζες πρέπει να βρουν ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο για να προσαρμοστούν στη νέα εποχή.
Ο κ. Ηροδότου, ο οποίος μιλούσε κατά τη διάρκεια του 8ου Φόρουμ Τραπεζών και Έκθεσης FinTech (Banking Forum & FinTech Expo), το οποίο πραγματοποιείται διαδικτυακά, αναφέρθηκε στα μέτρα που έχουν ληφθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για περιορισμό της επίδρασης της πανδημίας στο τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης, τα μέτρα που λήφθηκαν σε εθνικό επίπεδο και τις προοπτικές και προκλήσεις για τις τράπεζες.
Αναφερόμενος στις κυπριακές τράπεζες είπε ότι οι τράπεζές μας «συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προκλήσεις», προσθέτοντας ότι αυτές μπορούν να ειδωθούν ως διαρθρωτικές και κυκλικές προκλήσεις.
Οι διαρθρωτικές αλλαγές, ανέφερε ο κ. Ηροδότου, σχετίζονται με τη χαμηλή κερδοφορία. Οι τράπεζες, σημείωσε, «πρέπει να έχουν καλύτερη αποδοτικότητα κόστους και τεχνολογική προσαρμογή». Η χρηματοοικονομική τεχνολογία (FinTech) αποτελεί μεγάλη πρόκληση και πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι μεγάλες τεχνολογικές επιχειρήσεις (BigTech).
Αναφερόμενος στις κυκλικές προκλήσεις, ο Διοικητής της Κεντρικής ανέφερε ότι έχουν να κάνουν με χαμηλούς τόκους οι οποίοι προς το παρόν δεν πρόκειται να αλλάξουν και την αναμενόμενη επιδείνωση της ποιότητας περιουσιακών στοιχείων.
«Γενικά, θεωρώ ότι οι τράπεζες θα πρέπει να προσπαθήσουν να βρουν ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο για να προσαρμοστούν στη νέα εποχή», τόνισε.
Στην παρέμβασή του ο κ. Ηροδότου αναφέρθηκε στη μεγάλη διαφορά μεταξύ της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 και της κρίσης της Covid-19, σημειώνοντας ότι πλέον έχουν ολοκληρωθεί δύο από τους τρεις πυλώνες της τραπεζικής ένωσης της ευρωζώνης, κάτι που σημαίνει ότι υπάρχουν οι ίδιοι κανόνες για την εποπτεία των τραπεζικών τομέων στην ευρωζώνη.
Βασικό αποτέλεσμα αυτού είναι ότι ο τραπεζικός τομέας συνολικά είναι πολύ πιο καλά προετοιμασμένος για να αντιμετωπίσει την κρίση Covid παρά όταν είχε να αντιμετωπίσει την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008, είπε.
Σημείωσε ότι «πρέπει να διασφαλίσουμε ότι οι τράπεζες θα είναι μέρος της λύσης, ότι δεν θα επηρεαστούν από τα αποτελέσματα της πανδημίας έτσι ώστε να διαδραματίσουν τον ρόλο τους ως μέρος της λύσης».
Σε σχέση με το πώς επηρέασε η Covid το τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης, είπε ότι υπάρχουν δύο οπτικές γωνίες.
Οι κοινές προκλήσεις για ολόκληρη την ευρωζώνη και όλες τις τράπεζες εστιάζουν κυρίως στην αύξηση του πιστωτικού κινδύνου για τις τράπεζες, την επίδραση και την πρόκληση που προκαλείται από την ήδη χαμηλή κερδοφορία των τραπεζών στην ευρωζώνη, που έχει ως αποτέλεσμα οι τράπεζες στην ευρωζώνη να είναι σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με άλλες δικαιοδοσίες.
Αν δει κανείς τις ίδιες τις τράπεζες και την ικανότητα αντίδρασής τους σε αυτές τις προκλήσεις, ανέφερε, νομίζω ότι θα δούμε διαφορές. Αυτές, είπε, αφορούν πρώτα απ’ όλα με το μέγεθος των τραπεζών. «Οι πιο μεγάλες τράπεζες είναι σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις από ό,τι οι μικρές ή οι μεσαίες τράπεζες», σημείωσε.
Το επίπεδο ετοιμότητας των ισολογισμών των τραπεζών, σε ποιο βαθμό έχει γίνει εξορθολογισμός από την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, είναι ακόμα ένας παράγοντας διαφοροποίησης που έχει επίδραση στην ικανότητά τους να έχουν πρόσβαση σε νέα κεφάλαια, πρόσθεσε.
Αναφορά έκανε επίσης στο επίπεδο υιοθέτησης νέων τεχνολογιών, «δεδομένου ότι όλοι μας, είτε ως πελάτες των τραπεζών είτε ως καταναλωτές, γενικές έχουμε έρθει αντιμέτωποι με την αναγκαιότητα να χρησιμοποιούμε ολοένα και περισσότερο την τεχνολογία στην καθημερινότητά μας».
Για τον ρόλο που διαδραμάτισε η ΕΚΤ, ο κ. Ηροδότου ότι ήταν η πρώτη που αντέδρασε με την έλευση της πανδημίας, σημειώνοντας ότι «επιδείχθηκε ρυθμιστική ευελιξία από την αρχή». Προς αυτό αναφέρθηκε στα μέτρα νομισματικής πολιτικής που λήφθηκαν.
«Τα αποτελέσματα αυτών των μέτρων ήταν εμφανή στις αγορές από την αρχή», πρόσθεσε.
Οι χρηματαγορές, είπε, ήταν σε αναταραχή όταν εμφανίστηκε η Covid και προτού να ληφθούν τα μέτρα αυτά. Οι αποδόσεις (spreads) των εθνικών ομολόγων ήταν πολύ ψηλές κάτι που δυσχέραινε την προσπάθεια των κρατών μελών να δανειστούν για να εφαρμόσουν τις δημοσιονομικές πολιτικές τους.
Όταν ανακοινώθηκε το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων για την πανδημία (PEPP) της ΕΚΤ, ανέφερε, οι αγορές ησύχασαν και η διαφορά των αποδόσεων ήταν ουσιαστική.
Προς αυτό έδωσε το παράδειγμα της απόδοσης του κυπριακού δεκαετούς ομολόγου σε σχέση με το αντίστοιχο γερμανικό, η οποία πριν από το έκτακτο πρόγραμμα ήταν 2,2% και χθες, όπως είπε, ήταν 0,2%.
Όλα αυτά τα ρυθμιστικά μέτρα, συνέχισε, σχεδιάστηκαν για να μπορέσουν οι τράπεζες να απορροφήσουν ζημιές και να συμβάλουν στην λύση της πανδημίας.
Ο κ. Ηροδότου αναφέρθηκε και στα μέτρα που λήφθηκαν σε εθνικό επίπεδο.