Η μερική αποδοχή την Τρίτη από την Ολομέλεια της Βουλής της αναπομπής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας του νόμου για τις πολλαπλές συντάξεις, φιλοδοξεί να κλείσει ένα κεφάλαιο έντονης θεσμικής και δημόσια συζήτησης.
Ωστόσο με τη Βουλή να μην έχει αποδεχτεί το σύνολο των υποδείξεων που αναφέρονται στην αναπομπή, υπάρχει ακόμα ανοικτό το ενδεχόμενο αναφοράς των νόμων στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, κάτι που θα έθετε την όλη συζήτηση σε νέα βάση. Σε περίπτωση αναφοράς, είναι σαν να μην έχει ψηφιστεί ο νόμος και το ισχύον σύστημα παραμένει.
Αν όμως τελικά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπογράψει το νόμο, το νέο πλαίσιο θα δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα για τις πολλαπλές συντάξεις αξιωματούχων που θα διοριστούν μελλοντικά, εξαιρώντας αυτούς που ήδη υπηρετούν ή υπηρέτησαν και έχουν κατοχυρώσει δικαιώματα.
Παρόλο που μέσα από τις συζητήσεις στη Βουλή έγιναν γνωστές οι αλλαγές που υιοθετήθηκαν, το Προεδρικό δεν τοποθετείται προς το παρόν αφού αναμένει την επίσημη γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα επί του νέου νόμου, μετά την αποστολή του νόμου από τη Βουλή που πρέπει να γίνει εντός 15 ημερών.
Οι αλλαγές και η εξαίρεση περισσότερων αξιωματούχων
Η Βουλή, προχώρησε την Τρίτη σε σειρά τροποποιήσεων που θεώρησε ότι αίρουν συνταγματικά προβλήματα και διασφαλίζουν καλύτερη εφαρμογή των νόμων.
Συγκεκριμένα, διαμορφώθηκε εκ νέου ο ορισμός του όρου «αξίωμα, λειτούργημα ή θέση στη Δημοκρατία» ώστε να καλύπτει όλες τις θέσεις στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Επίσης εξαιρέθηκαν ρητά από τις ρυθμίσεις οι υφιστάμενοι Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, οι υφιστάμενοι δικαστές, τα μέλη της ΕΔΥ και ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, ώστε να προστατευθούν οι όροι υπηρεσίας τους, όπως προβλέπει το Σύνταγμα και η σχετική ευρωπαϊκή νομοθεσία. Διευκρινίζεται ότι η εξαίρεση αυτή αφορά αποκλειστικά όσους ήδη κατέχουν τα συγκεκριμένα αξιώματα και θέσεις, σε περίπτωση που αναλάβουν μελλοντικά νέα δημόσια θέση ή αξίωμα. Δεν ισχύει για πρόσωπα που δεν έχουν ακόμα διοριστεί στα συγκεκριμένα αξιώματα. Η αλλαγή αυτή κρίθηκε αναγκαία επειδή δεν αναφερόταν ρητά στον προηγούμενο νόμο που είχε ψηφιστεί.
Αφαιρέθηκε επίσης η εξουσία του Γενικού Λογιστή να αποφασίζει για τον τρόπο καταμερισμού σύνταξης και αντικαταστάθηκε με γενικές ρυθμίσεις που προβλέπουν υπολογισμό βάσει των συντάξιμων απολαβών και της κατ’ αναλογίαν περιόδου θητείας ή υπηρεσίας.
Τι δεν έγινε αποδεκτό
Παρότι έγιναν συγκεκριμένες τροποποιήσεις στα νομοθετικά κείμενα για άρση συνταγματικών κωλυμάτων, αρκετές από τις ενστάσεις της Προεδρίας δεν υιοθετήθηκαν.
Συγκεκριμένα η Βουλή δεν προχώρησε σε τροποποιήσεις για άλλες σημαντικές ενστάσεις που τέθηκαν στην αναπομπή. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται ο ισχυρισμός περί άνισης μεταχείρισης προσώπων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, η ενδεχόμενη παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία λόγω σημαντικού περιορισμού ή στέρησης σύνταξης, η παρέμβαση στους όρους υφιστάμενων συμβάσεων, καθώς και ο ισχυρισμός ότι οι νόμοι εμπεριέχουν στοιχεία διοικητικής φύσης που άπτονται της εκτελεστικής εξουσίας. Επίσης, δεν έγινε αποδεκτό το επιχείρημα περί αύξησης του διοικητικού κόστους για την εφαρμογή του νέου πλαισίου.
Ιδιαίτερη συζήτηση έγινε στη Βουλή για το μηχανισμό ελάχιστης αμοιβής, προβλέποντας την καταβολή μόνο των πρώτων 500 ευρώ από τη σύνταξη όταν κάποιος αναλαμβάνει αξίωμα, αναστέλλοντας το υπόλοιπο ποσό, η οποία τελικά παρέμεινε στο νόμο.
Με βάση τη σχετική έκθεση της αρμόδιας Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής, οι τροποποιήσεις έγιναν στη βάση των εισηγήσεων που περιλαμβάνονται στις επιστολές του Προέδρου, αλλά μόνο κατά το μέρος που κρίθηκαν απαραίτητες για την άρση συνταγματικών ζητημάτων. Έτσι, η νομοθετική ρύθμιση προχωρά με τροποποιημένο κείμενο, χωρίς να έχουν υιοθετηθεί πλήρως όλοι οι λόγοι της αναπομπής.
Οι αρχικοί νόμοι και η αναπομπή
Βάσει των αρχικών νόμων, προβλέπονταν σημαντικές αλλαγές στο συνταξιοδοτικό καθεστώς κρατικών αξιωματούχων, όπως η αύξηση του ορίου ηλικίας από τα 60 στα 65 για υπουργούς, υφυπουργούς, βουλευτές, δημάρχους και μέλη των ΕΔΥ και ΕΕΥ. Περιλάμβαναν επίσης πρόνοιες για αναστολή σύνταξης σε περίπτωση ανάληψης νέας θέσης και συμψηφισμό συντάξεων για πολλαπλές θητείες, ενώ το δικαίωμα καταβολής θεμελιωμένων συντάξεων διατηρείτο. Ο Γενικός Λογιστής εξουσιοδοτείτο να καθορίζει μέσω εγκυκλίων την κατανομή των ποσών.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέπεμψε τους νόμους, κρίνοντας πως παραβιάζουν συνταγματικές πρόνοιες. Έθεσε θέμα άνισης μεταχείρισης προσώπων σε παρόμοιες συνθήκες, κάτι που αντίκειται στο Άρθρο 28 περί ισότητας ενώπιον του νόμου. Επιπλέον, η αναστολή ή περιορισμός σύνταξης για όσους αναλαμβάνουν νέα αξιώματα μετά τη συνταξιοδότηση θεωρήθηκε προσβολή του Άρθρου 23, που προστατεύει την ιδιοκτησία, περιλαμβανομένων των συντάξεων.
Παραβίαση διαπιστώθηκε και του Άρθρου 26 για την ελευθερία των συμβάσεων, αφού οι πρόνοιες ανέτρεπαν όρους υφιστάμενων συμφωνιών. Ζήτημα προέκυψε και για την ενδεχόμενη επηρεασμό υφιστάμενων δικαστών και μελών της ΕΔΥ αν διορίζονταν σε άλλα αξιώματα, κάτι που παραβιάζει τα Άρθρα 158.3 και 124.4. Παράλληλα, κρίθηκε πως οι νόμοι παρεμβαίνουν σε αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας, παραβιάζοντας τη διάκριση των εξουσιών.
Ενστάσεις υπήρξαν και για την εξουσία του Γενικού Λογιστή να καθορίζει τον τρόπο καταμερισμού σύνταξης με εγκυκλίους, κατά παράβαση του Άρθρου 127 που ορίζει αυστηρό νομικό πλαίσιο για τα δημόσια οικονομικά. Επιπλέον, η ένταξη του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας στον ορισμό των αξιωμάτων θεωρήθηκε ότι παραβιάζει την υποχρέωση προηγούμενης διαβούλευσης με την ΕΚΤ. Τέλος, επισημάνθηκε ότι η εφαρμογή των νομοθεσιών θα συνεπαγόταν αυξημένο διοικητικό κόστος.
Πηγή: ΚΥΠΕ