Δεν μπαίνει με τους καλύτερους οιωνούς το 2025 για την Ευρώπη. Οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ και της Ευρωζώνης φλερτάρουν με την ύφεση σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία μαίνονται δύο πόλεμοι (ο ένας σε ευρωπαϊκό έδαφος μάλιστα).
Επίσης προ ημερών σημειώθηκε αλλαγή καθεστώτος στη Συρία, μια χώρα της Μέσης Ανατολής που πρωταγωνίστησε στην προσφυγική κρίση της τελευταίας δεκαετίας. Τέλος θα σημείωνε κανείς ότι στις αρχές της νέας χρονιάς ο πλανήτης ετοιμάζεται για νέες περιπέτειες με τον παλαιό γνώριμο και, φευ, μη εξαιρετέο, Ντόναλντ Τραμπ.
Την Τρίτη, 10 Δεκεμβρίου, η Κεντρική Τράπεζα της Γαλλίας προανήγγειλε μηδενική ανάπτυξη το τέταρτο τρίμηνο της χρονιάς που φεύγει συγκριτικά με το τρίτο. Σημειώνει μάλιστα η Τράπεζα ότι το 2025 θα έκλεινε με αρνητικό πρόσημο για τη γαλλική ανάπτυξη αν δεν υπήρχε η θετική επιρροή που είχαν στην οικονομική δραστηριότητα οι Ολυμπιακοί και Παραολυμπιακοί αγώνες του περασμένου καλοκαιριού.
«Εκτιμούμε ότι η υποκείμενη δραστηριότητα της χώρας, εξαιρουμένης της σημαντικής επίδρασης των Αγώνων, θα διατηρήσει την τάση της ελαφρώς θετικής εξέλιξης το τέταρτο τρίμηνο», σημειώνει χαρακτηριστικά στη μηνιαία οικονομική της έρευνα η Banque de France, η οποία υπολογίζει ότι οι Ολυμπιακοί έδωσαν ώθηση 0,2% εφέτος στο ΑΕΠ της χώρας.
Η πολιτική κρίση
Η έρευνα διεξήχθη από τις 27 Νοεμβρίου έως τις 4 Δεκεμβρίου μεταξύ περίπου 8.500 γαλλικών επιχειρήσεων και οι ερωτηθέντες «γνώριζαν ότι η πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης Μπαρνιέ είχε πολλές πιθανότητες να υπερψηφιστεί», όπως σημείωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP) ο γενικός διευθυντής Στατιστικών, Οικονομικών Μελετών και Διεθνών Σχέσεων της Τράπεζας Ολιβιέ Γκαρνιέ.
Στις 4 Δεκεμβρίου όμως δημοσιοποίησε τις προβλέψεις του για την επόμενη χρονιά και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Ο εδρεύων στο Παρίσι διεθνής Οργανισμός κατέβασε τον πήχη των προσδοκιών για την ανάπτυξη στη Γαλλία στο 0,7% από 1% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψή του το Σεπτέμβριο.
Ο ΟΟΣΑ δεν πρόλαβε να «ενσωματώσει» στις εκτιμήσεις του την πολιτική κρίση που ενέσκηψε στη χώρα με την κατάρρευση της κυβέρνησης Μπαρνιέ. Κι αυτό είναι κάτι που πιθανότατα θα καθιστούσε τους αναλυτές του Οργανισμού λιγότερο απαισιόδοξους σε ό,τι αφορά τη γαλλική ανάπτυξη. Στη συνέντευξη τύπου που έδωσε ο γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ Ματίας Κόρμαν αρνήθηκε να σχολιάσει τις πολιτικές εξελίξεις, αλλά η έκθεση υπογραμμίζει τις προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης με τις οικονομίες των 60 δισ. ευρώ που είχε προγραμματίσει να κάνει ο Μισέλ Μπαρνιέ.
Οι αναλυτές σημείωναν ότι η λιτότητα Μπαρνιέ θα εξουδετέρωνε εν μέρει τις θετικές επιπτώσεις που θα έχει στη γαλλική οικονομία, όπως και σε όλες τις ευρωπαϊκές, η προοπτική περαιτέρω μειώσεων των ευρωεπιτοκίων από την ΕΚΤτο 2025. Η επόμενη κυβέρνηση του Παρισιού για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης θεωρείται βέβαιο ότι δεν θα λάβει μέτρα εξυγιαντικά των δημοσίων οικονομικών.
Αυτό μπορεί να είναι κακό για το δημοσιονομικό έλλειμμα και για το δημόσιο χρέος της Γαλλίας, που αναμένεται να
«κλείσουν» τη χρονιά στο 6,1% και στο 109,5% αντίστοιχα ως ποσοστά του ΑΕΠ, όμως θα είναι καλό για την ανάπτυξη.
Ο Γερμανός ασθενής
Το φλερτ των Γερμανών με την ύφεση είναι ακόμα πιο «φλογερό» από αυτό των Γάλλων. Το πρώτο τρίμηνο του 2024 το γερμανικό ΑΕΠ αυξήθηκε μόλις κατά 0,2% σε ετήσια βάση, το δεύτερο τρίμηνο συρρικνώθηκε κατά 0,3% (οι Γερμανοί δεν είχαν Ολυμπιακούς Αγώνες), ενώ το τρίτο τρίμηνο εμφάνισε οριακή αύξηση 0,1%.
Λαμβάνοντας υπόψη την αποκλιμάκωση των ευρωεπιτοκίων – αυτός είναι άλλον ο μοναδικός ουσιαστικός αναπτυξιακός παράγοντας για την Ευρωζώνη ολόκληρη – ο ΟΟΣΑ προέβλεψε για τη Γερμανία ανάπτυξη 0,9% το 2025, έχοντας αναθεωρήσει επίσης κατά 0,3% επί τα χείρω την παλαιότερη πρόβλεψή του του Σεπτεμβρίου, που ήταν 1,1%. Για την χρονιά που φεύγει, πιθανότατα η γερμανική ανάπτυξη θα είναι μηδενική.
Όπως και η Γαλλία, η Γερμανία μαστίζεται από πολιτική κρίση μετά την αποχώρηση των Ελεύθερων Δημοκρατών από την κυβέρνηση Σολτς. Οι γερμανικές εμμονές με τη δημοσιονομική ευταξία και συγκεκριμένα το περιβόητο (ή μήπως διαβόητο;) «φρένο χρέους», που κατοχύρωσε συνταγματικά ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, συνιστούν τη μεγαλύτερη απειλή για την ανάπτυξη, κατά τον ΟΟΣΑ.
Οι συζητήσεις βέβαια για την κατάργηση ή τέλος πάντων τη χαλάρωση του στενού δημοσιονομικού κορσέ που κληροδότησε στις επόμενες γενιές των Γερμανών ο αλησμόνητος υπουργός Οικονομικών, πληθαίνουν. Και οι πιέσεις από πολλές πολιτικές παρατάξεις για να ξεπεράσει το Βερολίνο τα εκατονταετή τραύματα από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης εντείνονται.
Τι άλλαξε και αρχίζουν να αναθεωρούν οι Γερμανοί τις θεμελιώδεις εμμονές και ιδεοληψίες τους; Άλλαξε (ή
μάλλον τέλειωσε) το εξοργιστικά ενοϊκό γι’ αυτούς ενεργειακό καθεστώς που απολάμβαναν (με αρχιτέκτονα και πρεσβευτή τον πρώην καγκελάριο Γκέραχαρντ Στρέντερ) επί σχεδόν μια εικοσαετία, χάρη στις εισαγωγές πάμφθηνου φυσικού αερίου από τη Ρωσία.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έκλεισε τις στρόφιγγες της ρωσικής ενέργειας που τροφοτούσαν τα δύσκολα χρόνια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους την αδιαμφισβήτητη γερμανική πολιτική και οικονομική υπεροχή. Οι κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσίας του Πούτιν δεν κατάφεραν να σφραγίσουν εντελώς τις στρόφιγγες μεταφοράς ενέργειας στη Γερμανία. Αλλά η ουσία είναι ότι το πάρτι τελείωσε.
Με τον Τραμπ στο Λευκό Οίκο ίσως οι εχθροπραξίες μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας να τερματιστούν και οι παλιές γερμανορωσικές αγάπες να αναθερμανθούν. Το 2025 όμως, έτος της «παλιννόστησης Τραμπ» το δίχως άλλο, εγκυμονεί ένα μεγάλο κίνδυνο για τη Γερμανία, που έχει να κάνει με τη δασμολογική λαίλαπα που δρομολογεί ο εκλεγμένος πρόεδρος.
Εξόχως εξαγωγική η γερμανική οικονομία, είναι γνωστό ότι βασίζεται πολύ στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας. Τα γερμανικά αυτοκίνητα όμως, αυτά που συνηθίζει να προτιμά η αμερικανική οικονομική και κοινωνική ελίτ, η οποία δεν συμπεριλαμβάνεται βέβαια στην εκλογική πελατεία του Τραμπ, είναι ένας από τους πρώτους στόχους που έχει βάλει στο στόχαστρό του ο επανακάμπτων πρόεδρος στην προσπάθειά του να προστατεύσει και να πριμοδοτήσει την εγχώρια παραγωγή (τους Big Three της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας εν προκειμένω, General Motors, Ford Motor και Chrysler).
Δεν υπάρχει βέβαια μεγαλύτερη αναπτυξιακή τροχοπέδη για τη γερμανική οικονομία από τη δασμολόγηση των εξαγωγικών προϊόντων της χώρας
Στα φρένα και η Ιταλία
Κατά το ήμισυ αναθεώρησε την περασμένη Πέμπτη, 5 Δεκεμβρίου, η επίσημη Στατιστική Υπηρεσία της Ιταλίας (Istat) την πρόβλεψή της για την εφετινή ανάπτυξη στη χώρα. Πλέον προβλέπει αύξηση του ιταλικού ΑΕΠ κατά μόλις 0,5% από 1% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη του περασμένου Ιουνίου.
Αισιοδοξότερη η Κεντρική Τράπεζα της Ιταλίας από την πλευρά της ανάπτυξη 0,8% εφέτος, ενώ το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπήπροβλπουν ανάπτυξη 0,7%. Η κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι παραμένει σταθερή στον στόχο της για ανάπτυξη 1% εφέτος, παρά τη μηδενική αύξηση του ΑΕΠ που κατεγράφη το τρίτο τρίμηνο του έτους.
«Η ιταλική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει την αδύναμη εγχώρια ζήτηση και την κάμψη της βιομηχανικής παραγωγής, που οφείλεται στην κάμψη της ζήτησης στη Γερμανία, χώρα που παραμένει κορυφαίος προορισμός για τις ιταλικές εξαγωγές», σχολιάζει η Istat.
Το Ινστιτούτο σημειώνει την κρίση που σοβεί σε ορισμένους κλάδους της βιομηχανικής παραγωγής της Ιταλίας, ιδίως στην αυτοκινητοβιομηχανία. «Πρόκειται για μια κρίση που έχει αρνητικό αντίκτυπο στις επενδύσεις και τις εισαγωγές», τονίζει χαρακτηριστικά.
Για το 2025 η Istat επίσης μείωσε την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη στο 0,8%, από 1,1% που προϋπολόγιζε τον Ιούνιο. Ωστόσο, αν και αναγνωρίζει τις «γεωπολιτικές αβεβαιότητες» και τους «κινδύνους που συνδέονται με την αναζωπύρωση του προστατευτισμού», η Istat προβλέπει «σταθεροποίηση της παγκόσμιας ζήτησης και ελαφρά ενίσχυση του διεθνούς εμπορίου» για το επόμενο έτος». Προβλέπει επίσης σταδιακή ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης, χάρη στις μισθολογικές αυξήσεις και τη βελτίωση της αγοράς εργασίας. Είθε να επαληθευθεί.
Πηγή: OT