Οι προοπτικές για τη ζώνη του ευρώ παραμένουν εξαιρετικά αβέβαιες, διαμορφωμένες από τις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης, τις αυξημένες γεωπολιτικές εντάσεις και τους σημαντικούς αυξανόμενους κινδύνους, όπως η κλιματική κρίση και οι κυβερνοεπιθέσεις, δήλωσε ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας (ΚΤΚ) της Κύπρου, Χριστόδουλος Πατσαλίδης, στην 20ή Ετήσια Σύνοδο Κορυφής του Economist στην Κύπρο, προσθέτοντας ότι η Ευρώπη υπολείπεται κατά πολύ της παραγωγικότητας των ΗΠΑ και ανησυχώντας ότι αν υλοποιηθούν οι εμπορικοί δασμοί των ΗΠΑ, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι «πληθωριστικό, υφεσιακό ή, ακόμη χειρότερα, στασιμοπληθωριστικό».
Ο κ. Πατσαλίδης επανέλαβε, ωστόσο, ότι η προσέγγιση της ΕΚΤ όσον αφορά τη νομισματική πολιτική εξακολουθεί να είναι σταδιακή και βασισμένη στα δεδομένα και αν τα εισερχόμενα στοιχεία και οι νέες προβλέψεις του Δεκεμβρίου «επιβεβαιώσουν το βασικό μας σενάριο», θα υπάρχει περιθώριο να συνεχιστεί η μείωση των επιτοκίων με σταθερό ρυθμό και μέγεθος.
Ο Διοικητής της ΚΤΚ, στην ομιλία του, σημείωσε ότι η επίτευξη της σωστής ισορροπίας είναι απαραίτητη, καθώς οι υπερβολικά επιθετικές μειώσεις επιτοκίων ενδέχεται να αναζωπυρώσουν πληθωριστικές πιέσεις, ενώ η πολύ αργή μείωση των επιτοκίων θα μπορούσε να εμποδίσει την οικονομική ανάκαμψη και να μειώσει την εμπιστοσύνη της αγοράς.
Αναφέρθηκε στην τρέχουσα συζήτηση για τα επιτόκια, σημειώνοντας ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), στη συνεδρίασή του τον Οκτώβριο, προώθησε τη χαλάρωση της πολιτικής του «καθώς η αξιολόγησή μας για τα τελευταία στοιχεία επιβεβαίωσε σημαντική πρόοδο στην αποπληθωριστική διαδικασία, με τον πληθωρισμό τον Οκτώβριο να παραμένει σταθερός στο 2%». Ο ρυθμός και το μέγεθος των περαιτέρω μειώσεων των επιτοκίων παραμένουν αντικείμενο συνεχούς αξιολόγησης, πρόσθεσε.
«Καθώς η ανάπτυξη στην οικονομία της ευρωζώνης είναι αναιμική εδώ και αρκετό καιρό, η προσέγγιση των μειώσεων επιτοκίων πρέπει να είναι σταδιακή και να βασίζεται σε δεδομένα», είπε, προσθέτοντας ότι οι πληθωριστικές πιέσεις, ιδιαίτερα αυτές που προέρχονται από πιθανούς κλυδωνισμούς της προσφοράς, «ακόμα εγκυμονούν κινδύνους».
«Υπάρχει ακόμη σημαντική αβεβαιότητα όσον αφορά τις τιμές της ενέργειας και των υπηρεσιών, όπου ο πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι σταθερός στο 4%. Επιπλέον, οι εμπορικές εντάσεις αυξάνονται. Εάν επέλθουν εμπορικοί περιορισμοί, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι πληθωριστικό, υφεσιακό ή χειρότερα στασιμοπληθωριστικό», σημείωσε ο κ. Πατσαλίδης.
«Εάν τα εισερχόμενα στοιχεία και οι νέες προβλέψεις τον Δεκέμβριο επιβεβαιώσουν το βασικό μας σενάριο», σημείωσε, θα υπάρχει περιθώριο να συνεχίσουμε να μειώνουμε τα επιτόκια με σταθερό ρυθμό και μέγεθος. Σε γενικές γραμμές, πρόσθεσε, «η επίτευξη της σωστής ισορροπίας είναι απαραίτητη, καθώς οι υπερβολικά επιθετικές μειώσεις επιτοκίων θα μπορούσαν να κινδυνεύσουν να αναζωπυρώσουν πληθωριστικές πιέσεις, ενώ η πολύ αργή μείωση των επιτοκίων θα μπορούσε άσκοπα να εμποδίσει την οικονομική ανάκαμψη και να μειώσει την εμπιστοσύνη της αγοράς». Σε αυτή τη συγκυρία, είπε ο Διοικητής, η νομισματική πολιτική είναι «μια πράξη εξισορρόπησης» και αυτές οι σκέψεις επιβεβαιώνουν ότι η διατήρηση της προαιρετικής δυνατότητας μείωσης χωρίς προκαθορισμένη διαδρομή «είναι η συνετή οδός για την προσαρμογή της πολιτικής μας».
Αναφερόμενος στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα, ο οποίος, είπε, τα τελευταία χρόνια «έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα» παρά τις σημαντικές οικονομικές και γεωπολιτικές αναταράξεις, σημείωσε ότι οι τελευταίοι βασικοί δείκτες του Ιουνίου 2024, υποστηρίζουν τα προαναφερθέντα, με τον δείκτη ρευστότητας να φτάνει στο 163,2%, τον δείκτη CET1 να αυξάνεται στο 17,5% και τον δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων να παραμένει σχετικά σταθερός στο 1,9%. «Είναι δίκαιο να πούμε ότι ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός, που γιορτάζει φέτος τα 10 χρόνια λειτουργίας του, φέρνει εξαιρετικά αποτελέσματα», πρόσθεσε.
Ωστόσο, είπε ο κ. Πατσαλίδης, οι προοπτικές για την ευρωζώνη παραμένουν «εξαιρετικά αβέβαιες», διαμορφωμένες από αυστηρότερους όρους χρηματοδότησης, αυξημένες γεωπολιτικές εντάσεις και σημαντικούς αυξανόμενους κινδύνους, όπως η κλιματική κρίση και οι κυβερνοεπιθέσεις. Τόσο ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός όσο και η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών έχουν ενσωματώσει αυτούς τους κινδύνους στις εποπτικές και ρυθμιστικές προτεραιότητές τους, σημείωσε, προσθέτοντας ότι οι τράπεζες πρέπει να ευθυγραμμίσουν τις πρακτικές τους με τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές και να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να ενσωματώσουν αυτούς τους κινδύνους στα επιχειρηματικά τους μοντέλα. Η στρατηγική της ΕΚΤ για τα επόμενα τρία χρόνια επικεντρώνεται στην αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, είπε ο Διοικητής.
«Ωστόσο, ως έχει, ο τραπεζικός τομέας από μόνος του δεν μπορεί να οδηγήσει τις μετασχηματιστικές αλλαγές που απαιτούνται στο ευρωπαϊκό οικονομικό τοπίο. Η επιδίωξη μιας ισχυρότερης και πιο ανταγωνιστικής ευρωπαϊκής οικονομίας απαιτεί τη δημιουργία μιας πραγματικά ολοκληρωμένης ένωσης κεφαλαιαγορών και την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης με την εισαγωγή ενός κοινού συστήματος εγγύησης καταθέσεων», είπε. «Η ανησυχητική πραγματικότητα είναι ότι η Ευρώπη υστερεί, με πολύ χαμηλότερα επίπεδα παραγωγικότητας σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες», είπε. Αυτή η πρόκληση εντείνεται περαιτέρω από τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από άλλες οικονομίες όπως η Κίνα, σημείωσε, προσθέτοντας ότι αυτό απαιτεί τολμηρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την αποτελεσματική διοχέτευση της αποταμίευσης σε παραγωγικές και καινοτόμες ιδιωτικές επενδύσεις.
Σύμφωνα με τον κ. Πατσαλίδη, η Έκθεση Ντράγκι «παρέχει τις σωστές συνταγές» για την επίτευξη αυτών των στόχων. Ρίχνει επίσης φως στις βασικές αδυναμίες της ευρωπαϊκής οικονομίας και προσφέρει ενεργή καθοδήγηση, είπε, σημειώνοντας ότι σε επίπεδο ΕΕ, βαθύτερες κεφαλαιαγορές και η χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση θα κλείσουν το χάσμα καινοτομίας, ιδίως ενισχύοντας την ευρωπαϊκή αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων, η οποία υστερεί σημαντικά σε σχέση με αυτή των ΗΠΑ. «Στην πραγματικότητα, η Επισκόπηση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΕΚΤ που δημοσιεύθηκε χθες, δείχνει ότι η αγορά επιχειρηματικών κεφαλαίων των ΗΠΑ είναι πέντε φορές μεγαλύτερη από αυτή της ευρωζώνης», επεσήμανε, προσθέτοντας ότι η διαφοροποίηση των επιλογών χρηματοδότησης για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, πέρα από τον παραδοσιακό τραπεζικό δανεισμό, είναι επίσης πολύ σημαντική.
Η ενθάρρυνση αρχικών δημόσιων προσφορών (IPOs) και των επενδύσεων σε μετοχές για νεοσύστατες επιχειρήσεις και επιχειρήσεις κλίμακας μπορεί να επιτευχθεί με τη μείωση των ρυθμιστικών φραγμών, ιδίως στις προηγμένες ψηφιακές τεχνολογίες, είπε. Επιπλέον, η ύπαρξη ενός ενιαίου επόπτη για τις κεφαλαιαγορές της ΕΕ, θα εξασφάλιζε συνεπή αντιμετώπιση των κινδύνων, θα μειώσει τον κατακερματισμό και θα ενίσχυε την εμπιστοσύνη στις κεφαλαιαγορές της ΕΕ.
Ο Φρανκ Έλντερσον, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δήλωσε ότι η ΕΚΤ, για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό, άρχισε τον Ιούλιο του 2022 να αυξάνει τα βασικά της επιτόκια με πρωτοφανή ρυθμό. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2023, είχαν αυξηθεί συνολικά κατά 450 μονάδες βάσης με το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων να φτάνει το 4%. Με την αποπληθωριστική διαδικασία να έχει ξεκινήσει έκτοτε, τα δεδομένα επέτρεψαν στην ΕΚΤ να μειώνει σταθερά τα επιτόκια, φτάνοντας τις 75 μονάδες βάσης από τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους, με το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων να βρίσκεται πλέον στο 3,25%.
«Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της προσαρμογής σε επιτόκια που εξακολουθούν να είναι υψηλότερα από ό,τι πριν από την πανδημία, η ευρωπαϊκή οικονομία έχει επιδείξει την ανθεκτικότητά της, η οποία βασίζεται στις μεταρρυθμίσεις που έχουν εφαρμοστεί μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την ευρωπαϊκή κρίση χρέους», δήλωσε.
Παρά τη θετική αυτή πρόοδο, ο Έλντερσον προειδοποίησε ότι η οικονομία δεν έχει σε καμία περίπτωση ξεφύγει από τους κινδύνους. «Εισερχόμαστε σε αχαρτογράφητο έδαφος. Εκτός από τους αρνητικούς κινδύνους για τις προοπτικές της οικονομικής δραστηριότητας, αναπτύσσονται διαρθρωτικές τάσεις που θα αποτελέσουν σημαντικές προκλήσεις για την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία τα επόμενα χρόνια», είπε, αναφερόμενος στις γεωπολιτικές εντάσεις, τον κατακερματισμό και τις τάσεις προστατευτισμού, μαζί με την κλιματική κρίση.
«Για τη νομισματική πολιτική, αυτό το δύσκολο περιβάλλον συνεπάγεται ότι πρέπει να παραμείνουμε επικεντρωμένοι στον στόχο μας για τη σταθερότητα των τιμών», σημείωσε, προσθέτοντας ότι η νομισματική πολιτική ενδέχεται να χρειαστεί να αντιδράσει πιο προστατευτικά στους κλυδωνισμούς από ό,τι θεωρούνταν σκόπιμο στο παρελθόν. Ταυτόχρονα, πρόσθεσε, η αξιολόγηση της κατάλληλης αντίδρασης της νομισματικής πολιτικής γίνεται πιο περίπλοκη. Ως εκ τούτου, η ευελιξία και η εξάρτηση από τα δεδομένα που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση των προκλήσεων των τελευταίων ετών θα παραμείνουν ζωτικής σημασίας για τα επόμενα χρόνια.
Ο Jose Manuel Campa, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών δήλωσε, μέσω τηλεδιάσκεψης, ότι «έχουμε δημιουργήσει τα τελευταία 15 χρόνια, ένα θεσμικό πλαίσιο που έχει αποδειχθεί ανθεκτικό και έχει αποδειχθεί ότι δημιουργεί καλύτερες και ισχυρότερες τράπεζες», αλλά ότι είναι απαραίτητο όπως «ολοκληρώσουμε το Τραπεζικό Πακέτο» για ένα ισχυρό ρυθμιστικό σύστημα και να συνεχίσουμε να έχουμε έναν τραπεζικό τομέα «που θα μας βοηθήσει καθώς προχωράμε μπροστά με τις προκλήσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε».
Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, σε δύο προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τομέας, την ψηφιοποίηση και την κλιματική αλλαγή. «Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα συνεχίσουμε να πιέζουμε για τις πτυχές που είναι απαραίτητες για να ενισχύσουμε την ικανότητά μας να αξιολογούμε σωστά τον οικονομικό κίνδυνο που προκύπτει από αυτές τις προκλήσεις, τόσο από την άποψη των κινδύνων μετάβασης, του φυσικού κινδύνου όσο και της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας», είπε.