Η απόφαση του Moody’s να αφαιρέσει από το αξιόχρεο των ΗΠΑ το τριπλό Α  επανέφερε στο προσκήνιο τους φόβους για τη βιωσιμότητα του αμερικανικού χρέους και επιτάχυνε τη φυγή των επενδυτών από το αμερικανικό ενεργητικό με τις αποδόσεις των 10ετών ομολόγων να σκαρφαλώνουν στο 4,52% και των 30ετών να εκτινάσσονται πάνω από το 5%, ανοίγοντας τον δρόμο για επιστροφή σε επίπεδα που είχαμε να δούμε από το 2007.

Η υποβάθμιση έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία η κυβέρνηση Τραμπ επαναπροσδιορίζει πλήρως τις εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ, έχει επιβάλει νέους δασμούς σε δεκάδες χώρες – κυρίως στην Κίνα – και προωθεί ένα νέο φορολογικό νομοσχέδιο, που αναμένεται να αυξήσει περαιτέρω το ομοσπονδιακό χρέος.

Η εικόνα στο δολάριο αποτυπώνει επίσης τις ανησυχίες. Ο δείκτης του Bloomberg για το αμερικανικό νόμισμα πλησιάζει τα χαμηλά του Απριλίου και η διάθεση των traders στα options είναι η πιο αρνητική των τελευταίων πέντε ετών.

Οι δασμοί

Η εμμονή του Ντόναλντ Τραμπ με τους δασμούς – ακόμη και εάν διαπραγματεύεται με κάποιες χώρες εμπορικές συμφωνίες – συνοδεύεται από ένα φιλόδοξο αφήγημα: ότι οι ΗΠΑ θα χρηματοδοτούν το κράτος μέσω της φορολόγησης των εισαγωγών, μειώνοντας δραστικά τον φόρο εισοδήματος για τη μεσαία τάξη.

Πρόκειται για μια ιστορική αναβίωση της εποχής πριν την επιβολή του ομοσπονδιακού φόρου εισοδήματος, στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν οι δασμοί αποτελούσαν βασική πηγή εσόδων για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.

«Θα είναι χρυσορυχείο», διεκήρυξε πρόσφατα ο πρόεδρος Τραμπ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παρουσιάζοντας το σχέδιό του ως μέσο φορολογικής απελευθέρωσης για τα νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα κάτω των 200.000 δολαρίων. Οι δασμοί έχουν ήδη τεθεί σε ισχύ, με ενιαία επιβάρυνση 10% σε όλες τις εισαγωγές και ειδικές επιβαρύνσεις έως και 60% σε προϊόντα από την Κίνα, με στόχο να ενισχυθούν οι εγχώριες βιομηχανίες και να περιοριστεί η εξάρτηση από το εξωτερικό.

Όνειρα Vs πραγματικότητας

Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Economist, τα μεγέθη δείχνουν ότι το «όνειρο του 1 τρισ. δολαρίων» που συνοδεύει αυτή τη στρατηγική απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Το 2023, οι τελωνειακοί δασμοί απέφεραν μόλις 100 δισ. δολάρια στα δημόσια ταμεία. Παρά την ανοδική τάση των πρώτων μηνών του 2025 – με 47 δισ. να έχουν συγκεντρωθεί ως τα μέσα Μαΐου– η πλειονότητα των αναλυτών εκτιμά ότι αυτό το άλμα οφείλεται κυρίως στην επιτάχυνση εισαγωγών από επιχειρήσεις που σπεύδουν να προλάβουν νέες αυξήσεις, όχι σε σταθερή βάση εσόδων.

Ο Πίτερ Ναβάρο, εκ των αρχιτεκτόνων της οικονομικής πολιτικής του Τραμπ, υποστηρίζει ότι οι νέοι δασμοί μπορούν να αποφέρουν έως και 600 δισ. δολάρια ετησίως – και 6 τρισ. σε βάθος δεκαετίας. Όμως οι ανεξάρτητοι υπολογισμοί είναι πολύ πιο μετριοπαθείς. Το Penn Wharton Budget Model εκτιμά ότι όλα τα προβλεπόμενα μέτρα δασμολόγησης θα απέφεραν περίπου 290 δισ. ετησίως, λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση της ζήτησης για εισαγόμενα αγαθά και την επίπτωση στους λοιπούς φόρους, όπως ο φόρος μισθοδοσίας και εταιρικών κερδών. Η Tax Foundation υπολογίζει το ποσό σε περίπου 140 δισ., ενώ το Budget Lab του Yale το κατεβάζει στα 180 δισ.

Ακόμη πιο ενδεικτική είναι η σύγκριση με τα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος: μόνο το 2025, οι ΗΠΑ αναμένεται να εισπράξουν 2,4 τρισ. δολάρια από φόρους φυσικών προσώπων – ποσό που προγραμματίζεται να ξεπεράσει τα 4 τρισ. μέσα στην επόμενη δεκαετία. Η πλήρης κατάργηση του φόρου εισοδήματος για όσους δηλώνουν κάτω από 200.000 δολάρια θα κόστιζε περί τα 737 δισ. δολάρια το 2025, δηλαδή 2–3 φορές περισσότερα απ’ όσα μπορούν ρεαλιστικά να αποδώσουν οι δασμοί.

Ακόμα και ένα «ισοδύναμο swap» δασμών–φόρων θα μπορούσε να καλύψει μόνο όσους δηλώνουν κάτω από 80.000 δολάρια – δηλαδή περίπου το 10% των συνολικών φορολογουμένων. Επιπλέον, οποιαδήποτε μείωση στον χαμηλό συντελεστή του φόρου εισοδήματος θα ωφελούσε κυρίως τους υψηλόμισθους, δεδομένης της προοδευτικής φύσης του συστήματος.

Το δομικό πρόβλημα είναι ότι οι εισαγωγές αποτελούν μια ασταθή και στενή φορολογική βάση, ακατάλληλη για τη χρηματοδότηση ενός κράτους που δαπανά πλέον σχεδόν το 20% του ΑΕΠ του. Στις αρχές του 20ού αιώνα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ξόδευε μόλις το 2% του ΑΕΠ – κυρίως για στρατό, υποδομές και αποπληρωμή χρέους. Η ειρωνεία είναι πως ένα τέτοιο μοντέλο, αν εφαρμοστεί σήμερα, θα έκανε την αμερικανική δημοσιονομική αυτάρκεια να εξαρτάται από τις κινεζικές εξαγωγές.

Σε παύση η αμερικανική υπεροχή

Στο ίδιο πλαίσιο, οι εκτιμήσεις του Μοχάμεντ Ελ Εριάν, επικεφαλής οικονομικoύ συμβούλου της Allianz, προσθέτουν μια κρίσιμη διάσταση. Μιλώντας στο MarketWatch, υπογράμμισε ότι η εποχή της λεγόμενης «αμερικανικής υπεροχής» (U.S. exceptionalism), δηλαδή της αδιαμφισβήτητης προτίμησης των επενδυτών στο δολάριο, τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα και άλλο ενεργητικό των ΗΠΑ «δεν έχει μεν τελειώσει, αλλά έχει τεθεί σε παύση». Όπως σημείωσε, «είναι πολύ νωρίς για να πούμε αν η ζημιά είναι μη αναστρέψιμη» – όμως, οι εμπορικοί πόλεμοι και η αβεβαιότητα που προκαλούν πρέπει να τερματιστούν.

Παρότι ο Ελ Εριάν δεν απορρίπτει κατηγορηματικά τους δασμούς, θεωρεί προβληματική την πολυπλοκότητα και τις αντιφάσεις των στόχων που έχουν τεθεί – από τη στήριξη της εγχώριας παραγωγής μέχρι την υποκατάσταση της φορολογίας. «Ορισμένοι από τους στόχους είναι αντιφατικοί και παράγουν παράπλευρες απώλειες», προειδοποιεί.

Ο κόσμος δεν αναθέτει πια τις αποταμιεύσεις του στις ΗΠΑ

Ο Ελ Εριάν αναφέρθηκε και στην αποχώρηση ξένων επενδυτών από τις αμερικανικές αγορές, χωρίς να υιοθετεί καταστροφολογικά σενάρια. Όπως σημείωσε, η υπερέκθεση σε αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία είχε βασιστεί σε μια βαθιά πίστη στην αμερικανική καινοτομία και το θεσμικό της πλεονέκτημα – στοιχεία που επέτρεπαν στον υπόλοιπο κόσμο να «αναθέτει τις αποταμιεύσεις του στην Αμερική». Η παγκόσμια εμπιστοσύνη στη Wall Street και στο δολάριο υπήρξε ο θεμέλιος λίθος αυτής της υπεροχής. Σήμερα τίθενται υπό αμφισβήτηση.

Έκρουσε επίσης τον κώδωνα του κινδύνου για την καμπύλη αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων, με τη 30ετία να φλερτάρει ξανά με το 5%. Όπως εξήγησε, η Fed και το Υπουργείο Οικονομικών μπορούν να επηρεάσουν το μακροπρόθεσμο σκέλος της καμπύλης – αλλά όχι να το ελέγξουν πλήρως. Επισήμανε ότι, σε ακραία περίπτωση, η Fed θα μπορούσε να επανέλθει σε πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης (QE), αλλά κάτι τέτοιο θα είχε σοβαρές παρενέργειες: στρέβλωση στην κατανομή κεφαλαίου, επιβίωση μη βιώσιμων επιχειρήσεων, επανεμφάνιση του «ηθικού κινδύνου» και, κυρίως, αναζωπύρωση του πληθωρισμού. Να σημειωθεί εδώ πως σύμφωνα με ρεπορτάζ του MarketWatch, η Fed ήδη προωθεί «σιωπηρά» ένα light πρόγραμμα QE. 

Κατά την περίοδο 2009–2019, η απουσία πληθωριστικών πιέσεων επέτρεπε μεγαλύτερα περιθώρια στην παρέμβαση. Σήμερα, όμως, με τις πληθωριστικές προσδοκίες να έχουν επανέλθει, οι ελιγμοί περιορίζονται.

Κρίση εμπιστοσύνης

Η ιστορική απόφαση του οίκου Moody’s να αφαιρέσει την αξιολόγηση ΑΑΑ από το αμερικανικό χρέος υπογραμμίζει τη θεσμική φθορά. Αν και ο Ελ Εριάν θεωρεί ότι οι άμεσες αντιδράσεις της αγοράς θα είναι περιορισμένες, η απομείωση της αξιοπιστίας έχει ξεκινήσει, σημειώνει. Καθησυχαστικός και ο Μαρκ Χέφελε της UBS ως προς τις άμεσες επιπτώσεις της υποβάθμισης στις αγορές. «Εκτιμούμε ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) θα παρέμβει σε περίπτωση μιας άτακτης ή μη βιώσιμης ανόδου των αποδόσεων των ομολόγων. Έτσι, ενώ η υποβάθμιση ίσως λειτουργήσει αντίρροπα προς τη θετική δυναμική των τελευταίων ημερών, δεν αναμένουμε να έχει μείζονα άμεση επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές.»

Η μεγάλη εικόνα παρόλα αυτά δείχνει ότι η επιβολή δασμών ως κεντρικής οικονομικής στρατηγικής, σε συνδυασμό με την πολιτική αβεβαιότητα και τη διατάραξη των θεσμών, υπονομεύει το ίδιο το υπόβαθρο της αμερικανικής υπεροχής. Και όσο ο κόσμος σταδιακά αναζητά εναλλακτικούς προορισμούς για τα κεφάλαιά του, το ερώτημα γίνεται πιο επίκαιρο από ποτέ: είναι το 2025 η χρονιά που τελειώνει η εποχή της αμερικανικής χρηματοοικονομικής κυριαρχίας;

Πηγή: Ναυτεμπορική, Νατάσα Στασινού  [email protected]