H προσήλωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στα εισερχόμενα στοιχεία για τον πληθωρισμό σημαίνει ότι ακόμη και μετά την πρώτη μείωση επιτοκίων, δεν μπορεί να υπάρξει προδέσμευση επί μιας συγκεκριμένης πορείας, τόνισε η Πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ.
Οι αναφορές της επικεφαλής της ΕΚΤ στο ECB Watchers Conference, απαντούν σε εκτιμήσεις ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε τουλάχιστον τρεις μειώσεις επιτοκίων φέτος.
«Οι αποφάσεις μας πρέπει να βασίζονται στα στοιχεία, ανταποκρινόμενοι σε νέες εισερχόμενες πληροφορίες. Αυτό υπονοεί ότι ακόμη και μετά την πρώτη μείωση επιτοκίων δεν μπορούμε να προδεσμευτούμε σε ένα συγκεκριμένο μονοπάτι», τόνισε η κ. Λαγκάρντ, σε ομιλία της η οποία αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της ΕΚΤ.
Η κ. Λαγκάρντ αναφέρθηκε στα κριτήρια πάνω στα οποία κτίστηκε η νομισματική στάση της ΕΚΤ, ήτοι τις προοπτικές του πληθωρισμού, τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και την ισχύ της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Υπενθυμίζεται ότι η ΕΚΤ προχώρησε σε δέκα αυξήσεις επιτοκίων από τον Ιούλιο του 2022 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2023, οπότε ξεκίνησε ο κύκλος της αναμονής (holding cycle).
Από την αρχή της φάσης αυτής, πρόσθεσε, ο πληθωρισμός υποχωρεί και οι προβλέψεις μας δείχνουν επιστροφή στον στόχο του 2% στο μεσοπρόθεσμο στάδιο. Πλέον, όπως είπε, η ΕΚΤ, εκτιμά ότι ο πληθωρισμός θα ανέλθει στο 2,3% το 2024 κατά μέσον όρο, μειωμένος κατά 0,4% σε σύγκριση με την πρόβλεψη του Δεκεμβρίου και 0,9% από τον περασμένο Σεπτέμβριο, ενώ το 2025 και το 2026 θα υποχωρήσει στο 2% και 1,9%, αντίστοιχα.
«Και σε αντίθεση με τις προηγούμενες φάσης του κύκλου, υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι ο πορεία μείωσης του πληθωρισμού θα συνεχιστεί», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με τη κ. Λαγκάρντ, «η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής ξεδιπλώνεται προς τη σωστή κατεύθυνση». Αναφέρθηκε στην ισχυρή αντίδραση των συνθηκών χρηματοδότησης, στην εξασθένιση της ζήτησης δανείων και στην επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, ιδιαίτερα στους τομείς που είναι πιο ευαίσθητοι στις αλλαγές στην νομισματική πολιτική.
Παράλληλα, αναφέρθηκε και σε πιέσεις στις τιμές ιδιαίτερα από τον τομέα των υπηρεσιών. Αυτές οι πιέσεις, εξήγησε, αντανακλούν ευρέως τις αυξήσεις στους μισθούς, αλλά και την ανθεκτική αγορά εργασίας παρά την επιβράδυνση της οικονομίας.
«Συνεπώς, παρά το ότι έχουμε κάνει σημαντική πρόοδο και στα τρία κριτήρια, δεν είμαστε επαρκώς πεπεισμένοι ότι βρισκόμαστε σε ένα διατηρήσιμο μονοπάτι προς τον στόχο του πληθωρισμού», τόνισε.
Υπογράμμισε ότι η πορεία αναστροφής της νομισματικής πολιτικής έχει να κάνει με την αύξηση των μισθών, τα περιθώρια των κερδών και την άνοδο της παραγωγικότητας.
«Στους ερχόμενους μήνες θα λάβουμε περισσότερα στοιχεία, τα οποία θα μας βοηθήσουν να εκτιμήσουμε κατά πόσον είμαστε επαρκώς πεπεισμένοι για το μελλοντικό μονοπάτι της επόμενης φάσης του κύκλου νομισματικής πολιτικής», κατέληξε.