Η πιθανότητα ύφεσης στην ευρωζώνη έχει αυξηθεί και η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή, δήλωσε η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ, σημειώνοντας παράλληλα πως «σε αυτές τις συνθήκες πρέπει να κάνουμε τη δουλειά μας».
«Μια Κεντρική Τράπεζα πρέπει να επικεντρωθεί στους όρους εντολής της. Οι όροι εντολής της είναι η σταθερότητα των τιμών και πρέπει να φέρουμε αποτέλεσμα σε αυτό, χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα εργαλεία, επιλέγοντας αυτά που θα είναι τα πιο κατάλληλα και τα πιο αποδοτικά», ανέφερε η κ. Λαγκάρντ σε συνέντευξη στο ενημερωτικό πόρταλ Delfi, η οποία δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της ΕΚΤ.
Στον απόηχο του εξαιρετικά υψηλού πληθωρισμού, ΕΚΤ έχει από τον περασμένο Ιούλιο αυξήσει τα βασικά της επιτόκια κατά 200 μονάδες βάσης, «στην ταχύτερη αύξηση επιτοκίων στην ιστορία του ευρώ», όπως είπε η κ. Λάγκάρντ.
«Αλλά δεν φτάσαμε στον στόχο ακόμη, θα αποφασίσουμε για τα μελλοντικά βήματα σε κάθε συνάντηση, την κάθε φορά εκτιμώντας πώς η προοπτική της οικονομίας και του πληθωρισμού έχει εξελιχτεί, εκτιμώντας επίσης πώς επιδρούν τα μέτρα που έχουν ληφθεί», είπε η κ. Λαγκάρντ προειδοποιώντας ότι όσο περισσότερο ο πληθωρισμός παραμένει σε τόσο ψηλά επίπεδα τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να εξαπλωθεί σε όλη την οικονομία.
Όπως είπε οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις θα ξεκινήσουν να αναμένουν υψηλότερο πληθωρισμό στο μέλλον «και αυτό θα είναι επικίνδυνο».
«Αυτό είναι κάτι που πρέπει να αποφύγουμε και είναι για αυτό που είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε ό,τι είναι αναγκαίο για να φέρουμε τον πληθωρισμό πίσω στον στόχο του 2%», πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι «αναμένουμε να αυξήσουμε τα επιτόκια περαιτέρω για να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%».
Αναφορικά με τις οικονομικές προοπτικές στην ευρωζώνη, η κ. Λαγκάρντ είπε πως το βασικό σενάριο προνοεί υποτονική ανάπτυξη, αλλά η ΕΚΤ λόγω της πολέμου στην Ουκρανία έχει καταρτίσει και ένα αρνητικό σενάριο το οποίο προβλέπει ανάπτυξη φέτος και ύφεση το 2023, με επιστροφή στην ανάπτυξη το επόμενο έτος.
«Από τον Σεπτέμβριο, η προοπτική της ανάπτυξης έχει εξασθενίσει σε σύγκριση με το βασικό σενάριο», είπε, προσθέτοντας ότι η ΕΚΤ θα έχει ολοκληρωμένη εικόνα τον Δεκέμβριο όταν θα καταρτιστούν οι επόμενες προβλέψεις.
Σε ερώτηση για τον αντίκτυπο της αύξησης των επιτοκίων στην στεγαστική αγορά, η κ. Λαγκάρντ είπε πως η αγορά εργασίας παραμένει στιβαρή, κάτι που ενισχύει τα οικονομικά των νοικοκυριών, σε συνδυασμό με τις εξοικονομήσεις που επιτεύχθηκαν κατά την διάρκεια της πανδημίας λόγω της κυβερνητικής στήριξης και τα μορατόριουμ καταβολής δόσεων που είχαν εφαρμοστεί.
Αναγνώρισε, ωστόσο, ότι τα νοικοκυριά ενδεχομένως να είναι ευάλωτα στην αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των δανείων τους, ιδιαίτερα σε χώρες όπου οι τιμές των οικιστικών ακινήτων είναι υπερτιμημένες και ένα μεγάλο μερίδιο χρέους σχετίζεται με μεταβαλλόμενα επιτόκια και συμπλήρωσε πως «αυτοί οι κίνδυνοι αντιμετωπίζονται με ειδικές ανά χώρα πολιτικές».
Για τις τράπεζες, η κ. Λαγκάρντ είπε πως τα υψηλότερα επιτόκια και η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής θα επηρεάσουν τις τράπεζες με διαφορετικό τρόπο, αναλόγως του επιχειρηματικού τους μοντέλου. Σημείωσε πως το Ενιαίο Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα διασφαλίσει ότι οι τράπεζες είναι προετοιμασμένες να αντέξουν στις αρνητικές επιπτώσεις.
Σημείωσε ωστόσο ότι αν και ο άμεσος αντίκτυπος του πολέμου στην Ουκρανία στις τράπεζες της ευρωζώνης ήταν περιορισμένος μέχρι τώρα, το περιβάλλον για τις επιχειρήσεις και την οικονομία στο σύνολο έχει αλλάξει. «Οι τραπεζικοί επόπτες της ΕΚΤ έχουν ξεκινήσει μια αξιολόγηση των πρακτικών προβλέψεων στις πιο σημαντικές τράπεζες της ευρωζώνης για να διασφαλίσει ότι είναι προετοιμασμένες. Πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί», κατέληξε.