Η πρώτη μείωση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θεωρείται πλέον δεδομένη, όπως προκύπτει τόσο από τις δημόσιες τοποθετήσεις των αξιωματούχων της, όσο και από την εξέλιξη των οικονομικών στοιχείων με κυρίαρχη την επιβράδυνση του πληθωρισμού.
Το ερώτημα που πρέπει τελικά να διευθετήσουν τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου είναι εάν η επόμενη μείωση θα πραγματοποιηθεί τον Ιούλιο ή εάν θα περιμένουν μέχρι τον Σεπτέμβριο, σύμφωνα με το Bloomberg.
Ακόμα κι αν η Κριστίν Λαγκάρντ υποβαθμίσει οποιαδήποτε συζήτηση για ένα τέτοιο βήμα μετά τη συνεδρίαση της ερχόμενης Πέμπτης 11 Απριλίου, η συζήτηση έχει ανοίξει.
Ήδη ορισμένοι αξιωματούχοι έχουν εκφράσει ευθέως την προτίμησή τους, ενώ άλλοι έχουν τοποθετηθεί πιο έμμεσα, επιμένοντας ότι μπορεί να τεθεί στο τραπέζι μια κίνηση αυτή την εβδομάδα, αναφέρει ο Kamil Kovar, οικονομολόγος της Moody’s Ratings.
Οι τραπεζίτες
Το Bloomgerg αναφέρεται συγκεκριμένα στον διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος, όπως γράφει χαρακτηριστικά, ήταν πιο ξεκάθαρος ότι συμφωνεί με δύο διαδοχικές μειώσεις πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές του Αυγούστου.
Σε αντίστοιχο μήκος κύματος, το μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, Piero Cipollone, δήλωσε ότι υπάρχουν περιθώρια για «ταχεία μείωση» των επιτοκίων παρά τις ισχυρές μισθολογικές αυξήσεις οι οποίες έχουν ανησυχήσει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής τους τελευταίους μήνες.
Ο Edward Scicluna της Μάλτας και ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας Francois Villeroy de Galhau είναι μεταξύ εκείνων που δεν απέκλεισαν το ενδεχόμενο έναρξης της νομισματικής χαλάρωσης αυτή την εβδομάδα.
Άλλοι, πάλι, όπως ο Μάριο Σεντένο από την Πορτογαλία, υπογράμμισαν ότι το χαμηλότερο κόστος δανεισμού είναι απαραίτητο για να αποφευχθεί η ζημιά στην αδύναμη οικονομία της ευρωζώνης.
Ο επικεφαλής της ολλανδικής κεντρικής τράπεζας Klaas Knot είναι της άποψης ότι η ΕΚΤ πρέπει να προσανατολιστεί στη λήψη αποφάσεων όταν υπάρχουν νέες τριμηνιαίες προβλέψεις – υποδηλώνοντας ότι μπορεί να τίθεται υπέρ μιας επόμενης μείωσης τον Σεπτέμβριο και όχι τον Ιούλιο.
Ο πρόεδρος της Bundesbank Joachim Nagel προειδοποίησε τους τους επενδυτές ότι δεν θα πρέπει να θεωρούν βέβαιο ότι σε κάθε επόμενη συνεδρίαση μετά από αυτή του Ιουνίου θα αποφασίζεται και μια νέα μείωση.
Σε κάθε περίπτωση, το κλειδί στη συζήτηση θα είναι το πόσο γρήγορα ο πληθωρισμός θα συνεχίσει την πορεία του προς τον στόχο του 2% —και πιθανώς χαμηλότερα. Τον Μάρτιο, αυξήθηκε σε ετήσια βάση στο 2,4%, ελαφρώς λιγότερο από ό,τι είχαν προβλέψει οι οικονομολόγοι και προβλέπεται περαιτέρω επιβράδυνση τους επόμενους μήνες.
Τι λένε οι οικονομολόγοι
Πάντως, κανένας από τους οικονομολόγους που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Bloomberg δεν αναμένει ότι στη συνεδρίαση της Πέμπτης θα ληφθεί απόφαση για μείωση των επιτοκίων.
Προβλέπουν ευρέως ότι η χαλάρωση θα ξεκινήσει τον Ιούνιο, με τους περισσότερους να περιμένουν ότι η επόμενη κίνηση δεν θα είναι τον Ιούλιο.
Οι επενδυτές ποντάρουν αυτήν τη στιγμή στην πιθανότητα μιας δεύτερης μείωσης πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές σε κάτι περισσότερο από ένα προς δύο.
«Πιστεύουμε ότι για την ΕΚΤ, η εξέλιξη του πληθωρισμού θα έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στην πιθανότητα συνεχόμενων περικοπών», δήλωσε ο Fabio Balboni, οικονομολόγος της HSBC.
Αυτό σημαίνει επίσης ότι δύο διαδοχικές κινήσεις δεν χρειάζεται απαραίτητα να προεξοφλούν τις επόμενες κινήσεις της ΕΚΤ μέχρι το τέλος του χρόνου και να αυξήσουν την προσδοκία ότι θα ακολουθήσουν περικοπές σε κάθε συνάντηση.
Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Πάουελ, ανώτερο οικονομολόγο της ευρωζώνης, «από την τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ, η συζήτηση μεταξύ των υπευθύνων χάραξης πολιτικής φαίνεται να έχει προχωρήσει από το χρονοδιάγραμμα της πρώτης μείωσης των επιτοκίων, που τώρα δείχνει να έχει κλειδώσει για τον Ιούνιο, στο πόσες περικοπές θα ακολουθήσουν φέτος».
«Η ΕΚΤ θα αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια το 2024, αλλά παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενη από τα δεδομένα όσον αφορά τον ρυθμό των περικοπών», δήλωσε στο Bloomberg η Ann-Katrin Petersen, της BlackRock Investment Institute. «Με την πάροδο του χρόνου, τα πραγματικά στοιχεία του υποκείμενου πληθωρισμού και των χρηματοοικονομικών συνθηκών μπορεί να γίνουν κάπως λιγότερο σημαντικά, δεδομένου ότι η ΕΚΤ έχει δείξει ότι η εμπιστοσύνη της στις δικές της προβλέψεις για τον πληθωρισμό έχει αυξηθεί».
Πηγή: ΟΤ