«Η Γερμανία διέρχεται τη μεγαλύτερη φάση στασιμότητας από τη μεταπολεμική περίοδο και υστερεί σημαντικά σε διεθνή σύγκριση», λέει ο Τίμο Φολμερχάουζερ, επικεφαλής οικονομολόγος στο Ινστιτούτο Ifo του Μονάχου.

Η γερμανική οικονομία έχει υποστεί μια σειρά εξωτερικών πληγμάτων που έχουν αποσταθεροποιήσει τους πιο εμβληματικούς κλάδους της. Αφενός, οι εξαγωγές, που παραδοσιακά αποτελούν πυλώνα ανάπτυξης, μειώθηκαν κατά 0,8%, ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν ελαφρά κατά 0,2%. Επιπλέον, η απώλεια φθηνών προμηθειών φυσικού αερίου από τη Ρωσία επιδείνωσε τα ενεργειακά προβλήματα, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής σε βασικές βιομηχανίες όπως τα χημικά και ο χάλυβας.

Η μεταποιητική βιομηχανία, ιστορικά γνωστή ως η «καρδιά» της γερμανικής οικονομίας, κατέγραψε πτώση 3% στην προστιθέμενη αξία της. Η αυτοκινητοβιομηχανία δέχτηκε ένα από τα μεγαλύτερα πλήγματα το 2024, νιώθοντας «ασφυξία», καθώς η Κίνα εκμεταλλεύτηκε μεγάλο μέρος της αγοράς των ηλεκτρικών αυτοκινήτων, με πιο οικονομικά οχήματα, σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά.

Ήδη, η Volkswagen, για πρώτη φορά στην 87χρονη ιστορία της, ανακοίνωσε το κλείσιμο τριών εργοστασίων στη Γερμανία, που συνεπάγεται την απόλυση περισσότερων από 10.000 εργαζομένων. Κάπου 11.000 θέσεις εργασίας πρέπει να εξαφανιστούν στη ThyssenKrupp, 5.000 στην Continental, 14.000 στη ZF, 2.900 στη Ford. Ο αριθμός των ατόμων που αναζητούν εργασία θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 3 εκατομμύρια το 2025, ένα όριο που η χώρα δεν έχει δει από το 2010.

«Δαμόκλειος σπάθη»

Με την οικονομία στο «κόκκινο», η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς κατέρρευσε και η χώρα βαδίζει σε πρόωρες εκλογές σε έναν μήνα. Αλλά εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλη πολιτική αβεβαιότητα. «Αυτό οφείλεται σε έναν πιθανό δύσκολο σχηματισμό του νέου κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία, καθώς και στην αβεβαιότητα σχετικά με την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ», εκτιμούν οι οικονομολόγοι του Ινστιτούτου Λάιμπνιτζ (ZEW).

Αλλά οι προοπτικές ανάπτυξης για το 2025 είναι ζοφερές, με αναλυτές όπως ο Νιλς Γιάνχεν του Ινστιτούτου του Κιέλου για τη Παγκόσμια Οικονομία να προειδοποιούν για μια «δαμόκλειο σπάθη» που πρόκειται να πέσει στην εξαγωγική οικονομία, ενόψει της επιβολής δασμών από τη διοίκηση Τραμπ.

Η Bundesbank προβλέπει ανάπτυξη μόλις 0,2% για το 2025, αλλά ουδείς οικονομολόγος αποκλείει μια πιθανή οικονομική συρρίκνωση, η οποία θα οδηγήσει σε τρία χρόνια συνεχόμενης ύφεσης. Κάτι που δεν έχει ξαναδεί η χώρα.

Μελέτη του Iνστιτούτου Λάιμπνιτζ  (ZEW) αυτόν τον μήνα για την οικονομική διάθεση των Γερμανών έδειξε ότι ο δείκτης προσδοκιών είναι στις 10,3 μονάδες- 5,4 μονάδες κάτω, από τον προηγούμενο μήνα.

Οι χαμηλές καταναλωτικές δαπάνες από τα ιδιωτικά νοικοκυριά και η ασθενής κατασκευαστική ζήτηση συνεχίζουν να επιβαρύνουν τη γερμανική οικονομία. Εάν αυτές οι τάσεις συνεχιστούν εφέτος, η Γερμανία θα υποχωρούσε ακόμη περισσότερο πίσω από άλλες χώρες του ευρώ.

Η Αθήνα δίνει μαθήματα στο Βερολίνο

«Η ζωή κάνει πολλούς κύκλους. Ακόμη και οι ψηλότεροι πύργοι πέφτουν», σημειώνει η ισπανική οικονομική ιστοσελίδα El Economistas και προσθέτει: «Αυτό που σκέφτονται οι περισσότεροι άνθρωποι όταν κοιτάζουν τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή με τις οικονομίες της Γερμανίας και της Ελλάδας. Αν πριν από μιάμιση δεκαετία η Γερμανία ήταν το πρότυπο που κράτησε την Ευρώπη και επέβαλε λιτότητα στην Ελλάδα, βυθίζοντας τη χώρα στο σκοτάδι, τώρα είναι η Αθήνα που προτείνει μεταρρυθμίσεις σε μια …κουτσή γερμανική οικονομία… Αν θέλετε να βγείτε από την κρίση, θα πρέπει να κάνετε μεταρρυθμίσεις, τηλεγραφούν οι Έλληνες», αναφέρει η ισπανική ιστοσελίδα.

«Ο Έλληνας Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, ήταν αυτός που προέτρεψε το Βερολίνο να κάνει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Σε συνέντευξή του στο γερμανικό “TableBriefings”, τόνισε την ανάγκη να ανακάμψει η Γερμανία και για να γίνει αυτό, πρέπει να προωθηθούν μεταρρυθμίσεις σε θέματα όπως η υπερβολική γραφειοκρατία», σημειώνει η ισπανική ιστοσελίδα και προσθέτει:

«Τα λόγια του Μητσοτάκη έρχονται σε ένα πλαίσιο στο οποίο η δυναμική έχει αντιστραφεί. Το τέλος της πανδημίας έδωσε στις μεσογειακές οικονομίες (που κάποτε ονομάζονταν «γουρούνια», pigs) μεγαλύτερη ώθηση σε έναν κόσμο πιο εστιασμένο στις υπηρεσίες. Ο τουρισμός είναι το καλύτερο παράδειγμα – σε σύγκριση με ένα γερμανικό “εργοστάσιο” που επλήγη από υψηλό ενεργειακό κόστος χωρίς “φθηνό” ρωσικό αέριο λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, με υψηλά επιτόκια και, κυρίως, με την Κίνα να μετατρέπεται από πελάτης σε σκληρό αντίπαλο της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας».

Σήμερα, γράφει η ισπανική ιστοσελίδα, η Ελλάδα αναπτύσσεται περισσότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (με διπλάσιο ρυθμό), με αύξηση του ΑΕΠ που θα ξεπεράσει το 2% τα επόμενα χρόνια, κάτι που επιτρέπει  κάποια σύγκλιση με τα πλουσιότερα έθνη, αν και είναι ακόμα πολύ μακριά. Μέρος της σημερινής ανάπτυξης οφείλεται πιθανώς στις μεταρρυθμίσεις που την ανάγκασε η Γερμανία να κάνει στο παρελθόν, υποδηλώνοντας ότι δεν είναι όλα ασπρόμαυρα στην οικονομία και την πολιτική.

«Τέλεια καταιγίδα»

Αντίθετα, «οι γερμανικές εταιρείες αντιμετωπίζουν μια τέλεια καταιγίδα: το ενεργειακό κόστος στη Γερμανία έχει αυξηθεί, η παγκοσμιοποίηση επιβραδύνεται και η μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα γίνεται όλο και πιο ακριβή. Σε αυτά προστίθενται εγχώρια προβλήματα: υψηλό γραφειοκρατικό κόστος και υψηλοί εταιρικοί φόροι», λέει ο Ακίμ Βάμπαχ, πρόεδρος του Ινστιτούτου Λάιμπνιτζ.

«Να γιατί ο Μητσοτάκης ζητά μεταρρυθμίσεις στη Γερμανία», σημειώνει η ισπανική ιστοσελίδα. «Η κρίση δημόσιου χρέους της ευρωζώνης άφησε σκληρά μαθήματα και άλυτα ερωτήματα σχετικά με την αλληλεγγύη, τη λιτότητα και το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Για την Ελλάδα ήταν μια χαμένη δεκαετία, που έκαψε τον πληθυσμό της και επαναπροσδιόρισε τη θέση της στην Ευρώπη».

Πηγή: Ναυτεμπορική, Μιχάλης Ψύλος  [email protected]