Ακόμη και οι πιο απαισιόδοξοι Γερμανοί αναλυτές, δεν πίστευαν στα μάτια τους, διαβάζοντας τα τελικά στοιχεία που δημοσίευσε η ομοσπονδιακή στατιστική υπηρεσία Destatis: Το ΑΕΠ της Γερμανίας συρρικνώθηκε κατά 0,3% το δεύτερο τρίμηνο, σε σύγκριση με τη μείωση 0,1% που είχε προβλεφθεί στην αρχική εκτίμηση που δημοσιεύθηκε στις 30 Ιουλίου.
«Τα αναθεωρημένα στοιχεία επαναφέρουν τα χειρότερα συναισθήματα», αναφέρει το γερμανικό δίκτυο n-tv .
Σε ετήσια βάση, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά ένα ασήμαντο 0,2%, γεγονός που δεν προσφέρει μεγάλη παρηγοριά. Το μέγεθος της γερμανικής οικονομίας παραμένει ελαφρώς κάτω από το επίπεδο του 2019 και της προ COVID εποχής, το οποίο είναι ίσως το καλύτερο και πιο οδυνηρό παράδειγμα της στασιμότητας.
«Η ανάκαμψη της ανάπτυξης στις αρχές του έτους, ήταν απλώς μια λάμψη εν αιθρία, τίποτα περισσότερο», προσθέτει ο Κρούγκερ.
Το κόστος των δασμών
Η κατάσταση επιδεινώθηκε από την απότομη πτώση των εξαγωγών. Η συμφωνία για τους δασμούς που υπέγραψε η επικεφαλής της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν με τον πρόεδρο Τραμπ θα κοστίσει αρκετές μονάδες ανάπτυξης.
Οι αρνητικές επιπτώσεις των δασμών θα εκδηλωθούν σταδιακά με την πάροδο του χρόνου. «Ειδικά οι μικρομεσαίες γερμανικές εταιρείες θα μπορούσαν να γίνουν θύματα των αμερικανικών δασμών, καθώς θα δυσκολευτούν περισσότερο να μεταφέρουν την παραγωγή τους από τις μεγάλες εταιρείες», προειδοποιεί η ING.
«Στην πραγματικότητα, μετά την απότομη αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας που προέκυψε από την πρόβλεψη για άνοδο των γερμανικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ το πρώτο τρίμηνο, η οικονομία βίωσε μια αντιστροφή του φαινομένου και οι πρώτες πραγματικές επιπτώσεις των αμερικανικών δασμών που εφαρμόστηκαν το δεύτερο τρίμηνο έγιναν εμφανείς», αναλύει ο Κάρστεν Μπρζέσκι, οικονομολόγος της ING.
Το δημοσιονομικό «μπαζούκα» της κυβέρνησης Μερτς από μόνο του δεν θα είναι αρκετό για να αυξήσει βιώσιμα την οικονομική παραγωγή. «Οι αυξημένες δαπάνες για την άμυνα και τις υποδομές πρέπει να διαχειρίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να υπάρξουν αυξήσεις στην παραγωγικότητα και την καινοτομία», εξήγησε ο Γερμανός οικονομολόγος, προσθέτοντας: «Οι προοπτικές είναι ότι η οικονομική κατάσταση θα παραμείνει πολύ σοβαρή παρά το δημοσιονομικό μπαζούκα».
Δεν αναμένονται αλλαγές
Στην κατάσταση αυτή προστίθεται και η ισχύς του ευρώ έναντι του δολαρίου και πολλών άλλων νομισμάτων, γεγονός που καθιστά δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς η εξαρτώμενη από τις εξαγωγές γερμανική οικονομία θα μπορέσει να αναδυθεί από τη φαινομενικά ατελείωτη στασιμότητά της στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, προσθέτει το τμήμα έρευνας της Ολλανδικής τράπεζας.
Αυτή είναι μια τάση που δεν θα αλλάξει πολύ στο τρίτο τρίμηνο, με τους δασμούς των ΗΠΑ να ανέρχονται στο 15% στα περισσότερα ευρωπαϊκά προϊόντα και την αβεβαιότητα σχετικά με το εάν (και πότε) οι δασμοί του 27,5% στα αυτοκίνητα θα επιστρέψουν στο 15% .
Δεδομένου ότι το 10% όλων των γερμανικών εξαγωγών πηγαίνει στις ΗΠΑ, οι νέοι δασμοί θα επηρεάσουν αρνητικά την οικονομική ανάπτυξη, λέει ο οικονομολόγος της ING.
«Η γερμανική οικονομία έχει βολευτεί πολύ με τη στασιμότητα και θα μπορούσε να περιμένει μέχρι το επόμενο έτος για να ξεκινήσει μια πιο ουσιαστική ανάκαμψη», εκτιμά ο Κάρστεν Μπρζέσκι.
Η Commerzbank από την πλευρά της εξακολουθεί να αναμένει ότι η οικονομία θα ανακάμψει τα επόμενα τρίμηνα, δεδομένων των μειώσεων των επιτοκίων από την ΕΚΤ και μιας σημαντικά πιο επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Ωστόσο, οι οικονομολόγοι της γερμανική τράπεζας προειδοποιούν ότι αυτή η ανάκαμψη είναι πιθανό να είναι μόνο μέτρια λόγω των διαρθρωτικών προβλημάτων της γερμανικής οικονομίας και της σημαντικής αύξησης των αμερικανικών δασμών. Προς το παρόν, οι αναλυτές της γερμανικής τράπεζας δεν αλλάζουν τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη για το τρέχον έτος (+0,2%) ή το επόμενο (+1,4%).
Οι κίνδυνοι της λιτότητας
Ο Κάρστεν Μπρζέσκι προειδοποιεί επίσης ότι η τρέχουσα πολιτική συζήτηση στη Γερμανία σχετικά με πιθανά μέτρα λιτότητας θα μπορούσε να υπονομεύσει τον αντίκτυπο -τουλάχιστον ψυχολογικά- των ανακοινωθέντων δημοσιονομικών κίνητρων για τις υποδομές και την άμυνα. «Όσο περισσότερο διαρκεί η συζήτηση για τα πιθανά μέτρα λιτότητας, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις να περιορίσουν τις δαπάνες και τις επενδυτικές τους αποφάσεις», τονίζει ο οικονομολόγος της ING και προσθέτει με νόημα: Αυτός είναι ένας παράγοντας κινδύνου που οι χρηματοπιστωτικές αγορές φαίνεται να έχουν παραβλέψει μέχρι στιγμής».