Το «τα vibes δεν είναι καλά» είναι μια φράση που συνήθως δεν εμφανίζεται σε αυστηρή οικονομική ανάλυση, αλλά ακουγόταν ξανά και ξανά σε σοβαρές συζητήσεις για την Αμερική τον περασμένο χρόνο. Μια σειρά σκληρών δεδομένων υποδηλώνει ότι υπάρχει λόγος να πιστέψει κανείς ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να είναι αρκετά ικανοποιημένοι με την κατάσταση της οικονομίας: ο πληθωρισμός έχει επιβραδυνθεί απότομα, οι τιμές της βενζίνης μειώθηκαν, οι θέσεις εργασίας είναι άφθονες, τα εισοδήματα αυξάνονται και το χρηματιστήριο είναι ισχυρό.
Γιατί, όμως, σωρεία ερευνών δείχνει ότι οι Αμερικανοί είναι στην πραγματικότητα αρκετά δυσαρεστημένοι και θεωρούν ότι η οικονομία είναι σε κακή κατάσταση και πως ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δεν τα κάνει σωστά;
Ο Economist προσπάθησε να δώσει την απάντηση.
Ο δείκτης που παρακολουθούν περισσότερο οι οικονομολόγοι για να καταλάβουν τι αισθάνονται οι άνθρωποι είναι εκείνος του καταναλωτικού συναισθήματος του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν.
Τα τελευταία δύο χρόνια έχει φτάσει σε επίπεδα που παρατηρήθηκαν τελευταία κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2007-09. Ακόμη και με βελτίωση τον Δεκέμβριο, εξακολουθεί να είναι 30% κάτω από την πρόσφατη κορύφωσή του την παραμονή της κρίσης του Covid-19 στις αρχές του 2020.
Πολλές άλλες έρευνες είναι εξίσου αρνητικές. Κάθε εβδομάδα από το 2009, η δημοσκόπηση του Economist/YouGov ζητά από περίπου 1.500 Αμερικανούς να αξιολογήσουν την οικονομία: σχεδόν οι μισοί πιστεύουν ότι χειροτερεύει, από περίπου το ένα τρίτο τη δεκαετία πριν από τον κορονοϊό.
Οι ερωτήσεις που επικεντρώθηκαν στις επιδόσεις του Μπάιντεν δείχνουν ακόμη λιγότερο ενθουσιασμό: τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων σε δημοσκόπηση της Gallup τον Νοέμβριο αποδοκίμασαν τους χειρισμούς του στην οικονομία. Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι η Αμερική ξεπέρασε τις άλλες μεγάλες, ανεπτυγμένες χώρες τα τελευταία χρόνια.
Το γεγονός ότι τόσοι πολλοί Αμερικανοί είναι τόσο απογοητευμένοι για μια τόσο ισχυρή οικονομία έχει προκαλέσει την διατύπωση πολλών θεωριών. Κάποιες υποστηρίζουν ότι έχουν κάθε δικαίωμα να αισθάνονται κατάθλιψη, καθώς ορισμένα από τα νούμερα που έχουν μεγαλύτερη σημασία για την τσέπη τους δεν είναι τόσο ρόδινα. Ο πληθωρισμός έχει διαβρώσει τους μισθούς τους. Διατηρώντας τον πληθωρισμό ως ελεγχόμενη μεταβλητή, οι μέσες αποδοχές για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα είναι κολλημένες στο ίδιο επίπεδο με τις αντίστοιχες του Φεβρουαρίου του 2020, ακριβώς πριν χτυπήσει ο Covid.
Οι πιο πρόσφατες γραμμές βάσης είναι ακόμη λιγότερο κολακευτικές. Παρόλο που λίγοι Αμερικανοί θα ήθελαν να επιστρέψουν σε έναν κόσμο lockdown, πολλοί ωφελήθηκαν από τις κυβερνητικές δαπάνες. Το προσωπικό εισόδημα μετά τη φορολογία είναι περίπου 15% χαμηλότερο τώρα από ό,τι τον Μάρτιο του 2021, όταν ενισχύθηκε από το τεράστιο πακέτο τόνωσης που πέρασε ο κ. Μπάιντεν.
Ταυτόχρονα οι επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων έχουν κάνει τα δάνεια για σπίτια και αυτοκίνητα πολύ πιο ακριβά. Η προσιτότητα των κατοικιών έφτασε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών πέρυσι, χρησιμεύοντας ως εύκολος στόχος για τους επικριτές του Μπάιντεν.
Και όμως η οικονομία πάει καλά
Ωστόσο, υπάρχουν πολλά πράγματα που πάνε καλά στην οικονομία. Η υποτιθέμενη στασιμότητα στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα είναι στην πραγματικότητα μια στατιστική ψευδαίσθηση. Και αυτό δείχνει ο δείκτης δαπανών προσωπικής κατανάλωσης που χρησιμοποιεί η Fed: ότι οι πραγματικοί μισθοί είναι περίπου σε προ-πανδημικά επίπεδα.
Στο 3,7% το ποσοστό ανεργίας είναι μόλις μια ανάσα πάνω από το χαμηλό των πέντε δεκαετιών.
Η αύξηση των μισθών ήταν ιδιαίτερα έντονη για τους Αμερικανούς με χαμηλό εισόδημα.
Ο S&P 500 φλερτάρει με υψηλά ρεκόρ, σημειώνει ο Economist.
Κρίνοντας από το εύρος διακύμανσης των δεικτών οι Αμερικανοί φαίνεται να είναι αδικαιολόγητα απαισιόδοξοι.
Οι Ράιαν Κάμινγκς και Νιλ Μαχόνεϊ, δύο οικονομολόγοι που υπηρέτησαν στο παρελθόν στην κυβέρνηση Μπάιντεν, δημιούργησαν ένα απλό μοντέλο για να προβλέψουν το επίπεδο του δείκτη καταναλωτικού συναισθήματος, βασιζόμενοι σε δεδομένα πληθωρισμού, ανεργίας και κατανάλωσης καθώς και στην απόδοση των χρηματιστηρίων. Το συμπέρασμά τους ήταν ότι ο δείκτης ήταν περίπου 20% χαμηλότερος από ό,τι υποδηλώνουν τα στοιχεία. Άλλα μοντέλα έχουν βρει παρόμοια διαφορά.
Σύμφωνα με άλλη εξήγηση, οι δημοσκοπήσεις και οι έρευνες συναισθημάτων μπορεί να έχουν αρνητική προκατάληψη. Η βαθιά κομματική εχθρότητα είναι αναμφίβολα ένας παράγοντας. Στη μελέτη τους οι Κάμινγκς και Μαχόνεϊ υπολόγισαν ότι η αντιπάθεια των Ρεπουμπλικανών απέναντι στη Δημοκρατική διακυβέρνηση μπορεί να αντιπροσωπεύει περίπου το 30% του χάσματος συναισθημάτων σήμερα.
Οι οικονομικές ειδήσεις επιδεινώνουν το συναίσθημα
Ένα άλλο στοιχείο μπορεί να είναι ο τρόπος κάλυψης των ειδήσεων. Μελετητές της δεξαμενής σκέψης Brookings Institute μελέτησαν τη σχέση μεταξύ των οικονομικών δεδομένων και ενός δείκτη συναισθήματος οικονομικών ειδήσεων. Από το 2021, ο δείκτης συναισθήματος ειδήσεων, όπως και ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος, είναι σημαντικά χειρότερος από ό,τι θα περίμενε κανείς από τα δεδομένα. Και αυτό μπορεί να είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Οι δείκτης διάθεσης ειδήσεων, που δημιουργήθηκε από τη Fed του Σαν Φρανσίσκο, βασίζεται σε οικονομικά άρθρα σε μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες. Αν συνυπολογιστούν οι βιτριολικές δηλώσεις που γίνονται viral στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η αρνητική προκατάληψη μπορεί να είναι ακόμη πιο έντονη.
Μια τελική εξήγηση είναι ότι μπορεί απλώς να υπάρχει μεγάλη υστέρηση μεταξύ της ανάκαμψης μετά την πανδημία και των συναισθημάτων για την οικονομία. Ήταν μια ταραχώδης περίοδος. Πολλοί είναι ακόμα τραυματισμένοι από την μάχη με τον πληθωρισμό. Αν και ο πληθωρισμός έχει μετριαστεί, οι τιμές είναι σχεδόν 20% υψηλότερες από ό,τι όταν ανέλαβε ο Μπάιντεν. Το τιμαριθμικό-σοκ θέλει λίγη εξοικείωση. Οι κύριοι Κάμινγκς και Μαχόνεϊ εκτιμούν ότι μια αύξηση του πληθωρισμού κατά 10% μειώνει το καταναλωτικό συναίσθημα κατά 35 μονάδες δείκτη το έτος που εμφανίζεται, 16 μονάδες το επόμενο έτος και οκτώ μονάδες το μεθεπόμενο έτος.
Οι Αμερικανοί φαίνεται να έχουν καλύψει την μισή διαδρομή προς την αποδοχή της νέας τους ακριβότερης πραγματικότητας. Βοηθά επίσης ότι η ανάπτυξη του πραγματικού εισοδήματος έχει επιταχυνθεί κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, επιτρέποντάς τους να ανακτήσουν μέρος της χαμένης αγοραστικής τους δύναμης. Ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος ήταν ασταθής, αλλά σημείωσε ξεκάθαρη πτώση στα μέσα του 2022 – ακριβώς γύρω από την κορυφή του πληθωρισμού – και σημείωσε επίσης σταθερή άνοδο τον Δεκέμβριο, ακόμη και αν παραμένει σε χαμηλά επίπεδα με τα ιστορικά πρότυπα.
«Η θεωρία μας είναι ότι εάν μπορούμε να συνεχίσουμε να διατηρούμε μια σφιχτή αγορά εργασίας, ενώ παράλληλα χαλαρώνουμε τον πληθωρισμό και επιτυγχάνουμε κέρδη στους πραγματικούς μισθούς, αυτή η συνταγή θα πρέπει να εμφανιστεί σε βελτιωμένο κλίμα. Και πιστεύουμε ότι αρχίζουμε να το βλέπουμε αυτό», λέει ο Τζάρεντ Μπεrνστάιν, πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του Λευκού Οίκου. Τα… vibes, με άλλα λόγια, μπορεί να βελτιώνονται.
Πηγή: ΟΤ