Η κυπριακή οικονομία εμφανίζει σταθερά σημάδια ανθεκτικότητας, με ισχυρή ανάπτυξη, ανεργία που συνεχίζει να μειώνεται και σταδιακή ομαλοποίηση του πληθωρισμού, σύμφωνα με την τελική έκθεση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου για το 2024. Παρά τη γενικά θετική εικόνα, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο προειδοποιεί για διαρθρωτικές αδυναμίες και αυξημένους κινδύνους που απαιτούν προσεκτική διαχείριση.
Όπως αναφέρεται, τα δημόσια οικονομικά ενισχύονται από τη σταθερή πτώση του δημόσιου χρέους και τα πλεονάσματα που αναμένεται να διατηρηθούν έως το 2027. Ωστόσο, σημειώνει ότι οι προβλέψεις βασίζονται σε ένα εμπροσθοβαρές επενδυτικό πλάνο που προϋποθέτει περικοπές δαπανών στα τελευταία έτη του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου (ΜΔΠ) 2024-2027. Αυτή η στρατηγική ενέχει ρίσκα, όπως αναφέρεται, ειδικά το 2027, μια προεκλογική χρονιά με αυξημένες πολιτικές πιέσεις.
Επιπλέον, οι δημοσιονομικές υποχρεώσεις της Κύπρου επεκτείνονται έως το 2028, γεγονός που καθιστά απαραίτητη την αυστηρή συγκράτηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών και μετά το τέλος του ΜΔΠ. Αν οι δαπάνες υπερβούν τα προβλεπόμενα όρια, υπάρχει κίνδυνος λήψης μέτρων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Αυξανόμενες ανελαστικές δαπάνες
Όπως σημειώνεται παρά τις προσπάθειες του Υπουργείου Οικονομικών να ελέγξει ορισμένες κατηγορίες δαπανών, η αύξηση στις ανελαστικές δαπάνες, όπως το μισθολογικό κόστος, συνεχίζεται. Αν και δεν απειλείται η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών στο άμεσο μέλλον, η ποιότητα του μείγματος δαπανών περιορίζει τη δυνατότητα ευέλικτης πολιτικής.
Σύμφωνα με την έκθεση, η πορεία των ανελαστικών δαπανών εξακολουθεί να είναι αιτία προβληματισμού, καθώς κινείται γύρω στο 60% των συνολικών δαπανών, με αύξησή τους στο 70% μέχρι το 2027, με αποτέλεσμα να περιορίζεται ο δημοσιονομικός «χώρος» για την άσκηση διακριτικής πολιτικής από πλευράς της εκτελεστικής εξουσίας.
Σημειώνει ότι οι δαπάνες προσωπικού παραμένουν η κύρια κατηγορία δαπανών, η οποία φτάνει στο 31,7% των συνολικών δαπανών του κράτους μέχρι το 2027.
«Σημειώνουμε πως οι αυξήσεις των δαπανών προσωπικού δεν είναι από μόνες τους απαγορευτικές. Παρόλα αυτά, τονίζουμε πως ο ρυθμός αύξησης, από τη στιγμή που δεν συνοδεύεται και δεν καθοδηγείται από αυξήσεις στον όγκο, την ταχύτητα ή την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται στην οικονομία και στην κοινωνία, αποτελούν νεκρό βάρος για τα δημόσια οικονομικά», αναφέρεται.
Σύμφωνα με την έκθεση οι αυξημένες ανελαστικές δαπάνες μειώνουν τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο για κοινωνικές και εθνικές ανάγκες, αυξάνοντας την ευαισθησία της οικονομίας σε εξωτερικούς κινδύνους. Αυτό καθιστά τη χώρα πιο ευάλωτη σε δυσμενείς εξελίξεις, τόσο οικονομικές όσο και κοινωνικές.
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο τονίζει την ανάγκη για έγκαιρη αντιμετώπιση των δομικών ανισορροπιών, ώστε να αποφευχθούν πολιτικά και κοινωνικά επώδυνες αποφάσεις στο μέλλον. Ειδικότερα, καλεί για περιορισμό των ανελαστικών δαπανών και επαναπροσδιορισμό της κατανομής πόρων, προκειμένου να διασφαλιστεί η σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών.
Προτάσεις για δημοσιονομική σταθερότητα
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο καταθέτει εισηγήσεις για τη βελτίωση της δημοσιονομικής εικόνας και τη διαχείριση των προκλήσεων.
Όπως αναφέρει, η διατήρηση της πολιτικής που ακολουθεί το Υπουργείο Οικονομικών, με έμφαση στην εγκράτεια στη διαχείριση των δημοσιονομικών δεικτών, αποτελεί βασικό στοιχείο για τη σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών. Παράλληλα, κρίνεται απαραίτητη η συγκράτηση της αύξησης στις ανελαστικές δαπάνες, οι οποίες πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τον μακροπρόθεσμο ρυθμό αύξησης των κρατικών εσόδων και όχι με τις βραχυπρόθεσμες επιδόσεις. Κάθε μόνιμη αύξηση δαπανών θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά σε μόνιμα και όχι προσωρινά έσοδα.
Στον προγραμματισμό δαπανών, είναι κρίσιμο να ληφθούν υπόψη οι αναδυόμενες ανάγκες για επενδυτικές δαπάνες τα επόμενα χρόνια. Η μείωση των μη παραγωγικών δαπανών, καθώς και ο περιορισμός των ανελαστικών εξόδων, θα διασφαλίσουν την απαιτούμενη δημοσιονομική ευελιξία για την αντιμετώπιση νέων προκλήσεων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ενίσχυση της αίσθησης του κατεπείγοντος σχετικά με την πράσινη μετάβαση και τη διαχείριση των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή. Οι στόχοι και ο σχεδιασμός θα πρέπει να γίνουν πιο φιλόδοξοι, με σαφή αναφορά των προβλέψεων για την πράσινη μετάβαση στους προϋπολογισμούς από το 2026 και μετά.
Παράλληλα, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο επισημαίνει την ανάγκη υιοθέτησης συγκεκριμένων πολιτικών και δράσεων για τη μείωση των δαπανών από το 2026 έως το 2027. Ο προγραμματισμός των περικοπών θα πρέπει να ξεκινήσει νωρίς και να βασίζεται σε στοχευμένα μέτρα. Ο περιορισμός των ανελαστικών δαπανών, μαζί με την ψηφιακή μεταρρύθμιση της δημόσιας υπηρεσίας, θεωρούνται ζωτικής σημασίας για τη βελτίωση της διαχείρισης των δημοσίων πόρων.
Για να ενισχυθεί η διαφάνεια και η ακρίβεια στις δημοσιονομικές συζητήσεις, προτείνεται η επέκταση του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου (ΜΔΠ) σε βάθος τετραετίας και η καταγραφή των καθαρών πρωτογενών δαπανών σύμφωνα με τους ορισμούς των νέων κανόνων οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ. Επίσης, κρίνεται απαραίτητο να τεθεί σε ισχύ ένα μορατόριουμ στις αυξήσεις δαπανών και στις ανακοινώσεις νέων πολιτικών ή επενδύσεων κατά την περίοδο μεταξύ της υποβολής και της τελικής ψήφισης του προϋπολογισμού. Έτσι, ο προϋπολογισμός θα αντικατοπτρίζει ρεαλιστικά δεδομένα και θα συνάδει με τους σχεδιασμούς δαπανών και εσόδων.
Τέλος, ως ζήτημα προτεραιότητας αναδεικνύεται η δημιουργία μιας κεντρικής τράπεζας δεδομένων για την παρακολούθηση της εισροής ξένων επιχειρήσεων και επενδύσεων. Αυτή η πλατφόρμα θα μπορεί μελλοντικά να καλύψει και άλλες ανάγκες. Παράλληλα, προτείνεται η υιοθέτηση πολιτικών που ενισχύουν τη φυσική παρουσία ξένων επιχειρήσεων, βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και στηρίζουν την ανάπτυξη της κεφαλαιαγοράς, μια αδυναμία που παραμένει κεντρική στην κυπριακή οικονομία.