Αποτελεί ανεξάρτητο διοικητικό συλλογικό όργανο και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και εξουσιών της ενεργεί μακριά και ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε πολιτικές ή εξωτερικές παρεμβάσεις και δεν λαμβάνει εντολές από κρατικούς φορείς ή άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, αναφέρει η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (ΕΠΑ) σε ανακοίνωσή της.
Σημειώνει ότι μεγαλεπήβολες, ισοπεδωτικές και ανακριβείς τοποθετήσεις ή δηλώσεις «είναι κατά την άποψη μας ανεύθυνες και πλήττουν αδικαιολόγητα το θεσμό της ΕΠΑ και την αποστολή της για επιβολή του δικαίου του ανταγωνισμού στη χώρα μας».
Η Επιτροπή, με αφορμή σειρά από δημόσιες τοποθετήσεις ή/και αναφορές στις αρμοδιότητες ή/και το ρόλο ή/και το έργο της σημειώνει στην ανακοίνωσή της, ότι οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες της ως αυτές απορρέουν από τον περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμο του 2022 (εφεξής ο «Νόμος») αλλά και τις σχετικές νομοθεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «είναι πολύ συγκεκριμένες». Σημειώνει ότι αφορούν κατά κύριο λόγο στην απαγόρευση αντι-ανταγωνιστικών συμπράξεων μεταξύ επιχειρήσεων, «δηλαδή συμφωνιών ή συντονισμένων πρακτικών ή αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων, που έχουν αντικείμενο ή/και αποτέλεσμα την παρακώλυση του ανταγωνισμού, καθώς και στην απαγόρευση της καταχρηστικής εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης που κατέχει μια ή περισσότερες επιχειρήσεις, όταν για παράδειγμα αυτή/αυτές επιβάλλει/επιβάλλουν αθέμιτες τιμές, όπως είναι οι ληστρικές τιμές και οι υπερβολικά υψηλές τιμές».
«Πρέπει να καταστεί σαφές ότι η Επιτροπή δύναται να εξετάσει μία πρακτική/απόφαση/συμπεριφορά επιχείρησης ή/και επιχειρήσεων εφόσον αυτή ενδεχομένως να συνιστά παράβαση των σχετικών άρθρων του νόμου (δηλαδή, είτε του άρθρων 3 ή/ και 6 του Νόμου ή/και των άρθρων 101 ή/και 102 της ΣΛΕΕ)», προσθέτει.
Η Επιτροπή αναφέρει ότι «δεν έχει αρμοδιότητες αγορανομίας και δε δύναται να εξετάζει φαινόμενα αισχροκέρδειας για τα οποία δεν υπάρχουν ενδείξεις ή/και στοιχεία που να συντείνουν στο ότι προκύπτουν είτε από καταχρηστικές συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων (καρτέλ), είτε από κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης επιχείρησης ή επιχειρήσεων».
«Τονίζεται ότι η Επιτροπή αποτελεί ανεξάρτητο διοικητικό συλλογικό όργανο και ότι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και εξουσιών της οφείλει και ενεργεί μακριά και ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε πολιτικές ή εξωτερικές παρεμβάσεις και δεν λαμβάνει εντολές από κρατικούς φορείς ή άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς», προσθέτει.
Θα πρέπει, επίσης, να γίνει αντιληπτό, αναφέρει, ότι η Επιτροπή, ένεκα της φύσης των αρμοδιοτήτων της, «δε δύναται ή/και ενδείκνυται να τοποθετείται δημόσια ή/και να εκφράζει απόψεις για θέματα που ενδεχομένως να εμπίπτουν στο αντικείμενο των υπό εξέλιξη ερευνών της, ή θεμάτων που μελλοντικά μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο των ερευνών της». «Πρέπει να τονιστεί ότι η συζήτηση των προθέσεων της Επιτροπής αφαιρεί το στοιχείο του αιφνιδιασμού σε πιθανούς ελέγχους ή/και έρευνες αφού ο κάθε ενδιαφερόμενος/εμπλεκόμενος θα γνωρίζει εκ των προτέρων για μελλοντικές υποθέσεις με κίνδυνο να χαθούν σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία», αναφέρει.
Επιπρόσθετα, σημειώνει, «δεν πρέπει να αγνοείται ότι η Επιτροπή οφείλει να διεξάγει τις έρευνες της ακολουθώντας τις επιταγές των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου με κάθε σεβασμό προς τα δικαιώματα των διοικούμενων». Αναφέρει ότι πολλά από τα ερωτήματα που τίθενται απαντώνται μέσα στις αποφάσεις της Επιτροπής, οι οποίες δημοσιεύονται τόσο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας όσο και στην ιστοσελίδα της ΕΠΑ, εφόσον ολοκληρωθεί η διαδικασία της υπόδειξης εμπιστευτικών στοιχείων από τα εμπλεκόμενα μέρη. «Νοείται, επομένως, ότι δε δύναται η ΕΠΑ να αναφέρεται σε στοιχεία ή πληροφορίες που εμπεριέχονται σε οποιαδήποτε απόφαση της, προτού δημοσιευτεί η μη εμπιστευτική εκδοχή αυτής της απόφασης», αναφέρει.
«Καταληκτικά, καλό θα ήταν πριν από οποιαδήποτε τοποθέτηση ή κριτική, να γίνεται και η απαραίτητη μελέτη ούτως ώστε τέτοιες τοποθετήσεις να είναι στοιχειοθετημένες και να συμβάλλουν θετικά στην εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού», σημειώνει η ΕΠΑ. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή καλεί «οποιοδήποτε πρόσωπο κατέχει πληροφορίες ή στοιχεία για πρακτικές ή συμπεριφορές που ενδεχομένως παραβιάζουν τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου και άρα εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιοτήτων μας, όπως μας τις κοινοποιήσουν».