Σε βάρος της μισθωτής εργασίας, αναδιανέμεται το εισόδημα, αναφέρεται στην 21η Έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας Κύπρου (ΙΝΕΚ-ΠΕΟ) για την Οικονομία και την Απασχόληση, η οποία παρουσιάστηκε το πρωί της Τρίτης στην αίθουσα ΕΤΚΑ/ΠΕΟ στη Λευκωσία, με τη ΓΓ της ΠΕΟ Σωτηρούλα Χαραλάμπους να καλεί την Κυβέρνηση να αναλάβει τις ευθύνες της έναντι της μισθωτής εργασίας.
Ενας στους τέσσερεις μισθωτούς είναι χαμηλόμισθος, είπε σε άλλο σημείο της ομιλίας της η κ. Χαραλάμπους, κάνοντας λόγο για «παγίδα επισφάλειας αν δεν υπάρξουν συνδικαλιστικές και κρατικές επεμβάσεις».
ΓΓ ΠΕΟ: Η Κυβέρνηση να αναλάβει τις ευθύνες της έναντι της μισθωτής εργασίας
Στον χαιρετισμό της, η Γενική Γραμματέας της ΠΕΟ, Σωτηρούλα Χαραλάμπους, ανέφερε ότι «το συμπέρασμα της έκθεσης για αύξηση της αγοραστικής δύναμης των μέσων μισθών το 2023-2024 και η επισήμανση ότι οι αυξήσεις στους ονομαστικούς μισθούς υπερκάλυψαν τις επιπτώσεις του πληθωριστικού κύματος που ξεκίνησε μετά την πανδημία, ουσιαστικά έρχεται να σημειώσει το θετικό αποτέλεσμα των προσπαθειών μας για διεκδίκηση αυξήσεων που να βελτιώνουν τους πραγματικούς μισθούς».
Επί τούτου σημείωσε την «πολιτική που με σταθερότητα και επιμονή ακολουθεί η ΠΕΟ τα τελευταία χρόνια κατά την ανανέωση των συλλογικών συμβάσεων και την οποία θα συνεχίσουμε».
Αναφερόμενη στα συμπεράσματα της έκθεσης, τα οποία – όπως είπε – «χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής», η ΓΓ της ΠΕΟ είπε ότι οι παρατηρούμενες αυξήσεις δεν αντισταθμίζουν την αναδιανομή του εισοδήματος που πραγματοποιήθηκε σε βάρος της μισθωτής εργασίας μετά το 2015. Επεσήμανε ακόμη ότι η μείωση του μεριδίου της εργασίας στα έτη 2013-2024 ανήλθε σε περίπου έξι μονάδες του προϊόντος του επιχειρηματικού κόσμου.
Η κερδοφορία με κριτήριο την απόδοση πάγιου κεφαλαίου βρίσκεται -είπε- σε επίπεδο 70% ψηλότερο από το επίπεδο του 2010. «Μόνο κατά το ήμισυ οι μειώσεις του κόστους εργασίας μεταφράστηκαν σε αύξηση της ανταγωνιστικότητας τιμής», πρόσθεσε, σημειώνοντας ότι το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε τρέχουσες τιμές είναι ελάχιστα αυξημένο, 6% σε σύγκριση με το 2010, ενώ σε χώρες όπως την Ισπανία και την Πορτογαλία η αύξηση είναι από 20% ως 25%.
Ενας στους τέσσερεις μισθωτούς είναι χαμηλόμισθος, τόνισε η κ. Χαραλάμπους, κάνοντας λόγο για «παγίδα επισφάλειας αν δεν υπάρξουν συνδικαλιστικές και κρατικές επεμβάσεις», καθώς και για την «προσπάθεια του κεφαλαίου για μονιμοποίηση των κερδών, που αποκόμισε την περίοδο της οικονομικής κρίσης μέσα από την υποτίμηση της εργασίας με τις μειώσεις μισθών και ωφελημάτων και τη διεύρυνση των αρρύθμιστων μορφών εργασίας και των επισφαλών εργαζομένων».
Επίσης, έκανε λόγο για την «απροθυμία του κεφαλαίου να επενδύσει παραγωγικά τα κέρδη που αποκόμισε από τις μειώσεις του εργατικού κόστους», σημειώνοντας ότι «η ανάπτυξη στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εντατικοποίηση της εργασίας, στις αυξημένες ώρες εργασίας, στην ένταξη στην εργασία νέων ομάδων εργαζομένων με χαμηλούς μισθούς».
Όπως είπε, «η επαναφορά των ρυθμισμένων όρων απασχόλησης μέσα από συλλογικές συμβάσεις εργασίας που να καλύπτουν την πλειονότητα των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, σε συνδυασμό με θεσμικά μέτρα που να στηρίζουν το αποτέλεσμα της συλλογικής διαπραγμάτευσης, όπως και μέτρα που να οδηγούν σε αξιοπρεπές κατώτατο μισθό με βασικά μίνιμουμ θεσμοθετημένα δικαιώματα για τους εργαζομένους που καλύπτονται από τον κατώτατο μισθό, είναι εργαλεία για να καταπολεμηθούν αποτελεσματικά οι παγίδες επισφάλειας, η μονιμοποίηση της υποτίμησης της εργασίας και να επιτευχθεί η σμίκρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων».
Αναφερόμενη σε όσα διαδραματίστηκαν πρόσφατα κατά τη διαδικασία ανανέωσης της κλαδικής συλλογικής σύμβασης στη βιομηχανία μπετόν, η ΓΓ της ΠΕΟ υπέδειξε ότι «έχει υπερωριμάσει πλέον η ανάγκη για μέτρα έτσι που το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών που εκπροσωπούν συλλογικά εργοδότες και εργαζόμενους σε ένα κλάδο να είναι υποχρεωτικό για όλους». Όπως είπε, «είναι η στιγμή συντεχνίες, κυβέρνηση και εργοδότες να προχωρήσουμε σε πρότυπες συλλογικές συμβάσεις σε κλάδους που δεν υπάρχουν, και το μόνο και βασικό κριτήριο για την παραχώρηση αδειών απασχόλησης εργαζομένων από τρίτες χώρες να είναι η πλήρης εφαρμογή συλλογικής σύμβασης για όλους τους εργαζόμενους».
«Είναι η ώρα να τεθεί ως κριτήριο ανάθεσης για υπηρεσίες και έργα που πραγματοποιούνται κατά κύριο λόγο με δημόσια χρηματοδότηση η ύπαρξη συλλογικών συμβάσεων», συνέχισε.
«Είναι η στιγμή για τροποποίηση του διατάγματος για τον κατώτατο μισθό έτσι που αυτός να περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που να δημιουργούν ένα δίχτυ μίνιμουμ δικαιωμάτων για τα πιο ευάλωτα στρώματα των εργαζομένων, ΑΤΑ, ωριαίος μισθός, αργίες, υπερωριακή αποζημίωση, 13ος μισθός», τόνισε.
«Η Κυβέρνηση οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες της έναντι της μισθωτής εργασίας επαναφέροντας την ισορροπία στις εργασιακές σχέσεις με μέτρα που να καταπολεμούν τον αθέμιτο ανταγωνισμό ανάμεσα σε εργοδότες του ίδιου κλάδου, με μέτρα που καταπολεμούν τη φτηνή αρρύθμιστη εργασία και τη διάβρωση του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων», υπογράμμισε η ΓΓ της ΠΕΟ.
«Η ΠΕΟ, παίρνοντας δύναμη από τους ίδιους τους εργαζόμενους, θα δώσει αυτή τη μάχη με κάθε μέσο, γιατί αυτό αφορά το παρόν και το μέλλον της μισθωτής εργασίας», κατέληξε.
ΓΔ ΙΝΕΚ-ΠΕΟ: Εντυπωσιακή αύξηση των μη Κύπριων μισθωτών και των μέσων απολαβών τους
Στον χαιρετισμό του, ο Γενικός Διευθυντής του ΙΝΕΚ-ΠΕΟ, Παύλος Καλοσυνάτος, ανέφερε ότι «η παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία συνεχίζουν να ταλανίζονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στον ένα ή στον άλλο βαθμό από τις πολλές και διαδοχικές κρίσεις της τελευταίας δεκαπενταετίας». Παράλληλα, είπε ότι «οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι δεν έχουν μετριαστεί την τελευταία περίοδο», σημειώνοντας ότι «οι πολεμικές συγκρούσεις κλιμακώνονται».
Μέσα σε αυτή την αρνητική διεθνή συγκυρία, συνέχισε, «η κυπριακή οικονομία καλά κρατεί», σημειώνοντας ότι το πραγματικό ΑΕΠ της Κύπρου, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Υπουργείου Οικονομικών και της Ε.Ε., αναμένεται να αυξηθεί κατά 3,6% το 2024, από το 2,6% της προηγούμενης χρονιάς. «Η επιβράδυνση του πληθωρισμού που ξεκίνησε το 2023 συνεχίζεται, με τις προβλέψεις να τον ρίχνουν κάτω από το όριο του 2% στο τέλος του χρόνου, ενώ η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής αναμένεται να συνεχιστεί», επεσήμανε, προσθέτοντας ότι η αύξηση της απασχόλησης συνεχίστηκε και η ανεργία φαίνεται να πέφτει κάτω από το 5%.
«Αυτές οι εντυπωσιακές επιδόσεις, ωστόσο, προσκρούουν στους φραγμούς που θέτει στην ανάπτυξη της παραγωγικής βάσης της χώρας ο χαμηλός βαθμός συσσώρευσης παραγωγικού κεφαλαίου, που οφείλεται στο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν χαμηλότερο ποσοστό από τα διαθέσιμα κέρδη τους για τις επενδύσεις παραγωγικού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα οι παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας να παραμένουν στάσιμες», τόνισε ο κ. Καλοσυνάτος, κάνοντας λόγο για «μία αδυναμία της κυπριακής οικονομίας», η οποία «τείνει να μετατραπεί σε χρόνια πάθηση».
Ο ΓΔ του ΙΝΑΚ-ΠΕΟ αναφέρθηκε στη μείζονα αναθεώρηση των Εθνικών Λογαριασμών για τα έτη 1995-2022 και την αναθεωρημένη εκτίμηση για το έτος 2023 που δημοσίευσε η Στατιστική Υπηρεσία της Κύπρου στις 18 Οκτωβρίου 2024, σημειώνοντας ότι η αναθεώρηση, που αφορούσε κυρίως τα έτη 2018-2023, οδήγησε σε αξιοσημείωτη αύξηση του ονομαστικού και πραγματικού ΑΕΠ και της απασχόλησης. Παράλληλα, είπε ότι η αναθεώρηση επίδρασε επίσης καταλυτικά στη διανομή του προϊόντος ανάμεσα στην εργασία και στις επιχειρήσεις.
«Το τελικό αποτέλεσμα της αναθεώρησης ως προς τις απολαβές των μισθωτών είναι ότι ο πραγματικός μισθός παρουσιάζεται το 2024 κατά 11% ψηλότερος έναντι της περιόδου 2006-2011, με την αύξηση να φαίνεται ότι έχει επιτευχθεί τα τελευταία 2-3 χρόνια», ανέφερε ο Παύλος Καλοσυνάτος, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι «το ύψος της αύξησης του πραγματικού μισθού παραμένει εντυπωσιακό και προοιωνίζει, ίσως, εξελίξεις στη δομή της απασχόλησης και των απολαβών των μισθωτών που δεν συνάδουν με την υποτιθέμενη διάχυση της ευημερίας σε όλους τους μισθωτούς και τις οικογένειές τους».
Μιλώντας για τα δεδομένα που αντλήθηκαν από το Αρχείο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΥΚΑ), ο κ. Καλοσυνάτος επεσήμανε ότι αυτά «αποκαλύπτουν εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των μη Κύπριων μισθωτών (κατά 79,1%) και των μέσων απολαβών τους (κατά 47,8%) από το 2017 στο 2023», κάνοντας λόγο για «δυσανάλογα μεγάλη αύξηση, τόσο της μισθωτής απασχόλησης, όσο και των απολαβών των μη Κύπριων σε μερικές οικονομικές δραστηριότητες», η οποία δημιουργεί «τη στρεβλή εντύπωση μιας γενικότερης ευημερίας των μισθωτών».
Τα συμπεράσματα της έκθεσης
Σύμφωνα με την έκθεση, τα συμπεράσματα της οποίας παρουσιάστηκαν από τον Ηλία Ιωακείμογλου, Επιστημονικό Συνεργάτη του ΙΝΕΚ-ΠΕΟ, «μετά την υγειονομική κρίση και μέχρι την άνοιξη του 2022 υπήρξε σημαντική αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος της μισθωτής εργασίας, η οποία εν συνεχεία αναχαιτίστηκε και εν μέρει αντιστράφηκε κατά το 2023-2024».
Ακόμη, αναφέρεται ότι «η επιβράδυνση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά το 2022-2024 αποτελεί αρνητική εξέλιξη που έρχεται σε αντίθεση με τις μεγάλες αυξήσεις που παρουσίασε κατά το 2021:1-2022:1, και οι οποίες αποδεικνύεται τώρα ότι αποτελούσαν, σε μεγάλο βαθμό, μεταβατικό αποτέλεσμα της εξόδου από την πανδημία». Ωστόσο, σημειώνεται, «οι αυξήσεις αυτές ανέβασαν το επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας για όλα τα επόμενα έτη».
«Η κερδοφορία έχει υπερβεί κατά πολύ το ύψος που είχε προ της υγειονομικής κρίσης, και αυτό τεκμηριώνεται από τις μεταβολές (α) του μέσου περιθωρίου κέρδους, (β) της αγοραστικής δύναμης του συνόλου των εισοδημάτων του κεφαλαίου (κέρδη + τόκοι + πρόσοδοι προ φόρων και αποσβέσεων), (γ) του εισοδηματικού μεριδίου του κεφαλαίου ως ποσοστού του ΑΕΠ, και (δ) της απόδοσης παγίου κεφαλαίου, δηλαδή των κερδών ως ποσοστό του παραγωγικού παγίου κεφαλαίου», προστίθεται.
Η έκθεση επισημαίνει – μεταξύ άλλων – ότι «εξαιτίας της υστέρησης των επενδύσεων παραγωγικού κεφαλαίου, η οικονομία βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση υπερθέρμανσης, όπου ο όγκος της τρέχουσας παραγωγής υπερβαίνει το δυνητικό ΑΕΠ, δηλαδή το ΑΕΠ πέραν του οποίου απειλούνται οι μακροοικονομικές ισορροπίες, με αποτέλεσμα να ευνοούνται οι πληθωριστικές πιέσεις και να συντηρούνται μεγάλα ελλείμματα στο εξωτερικό ισοζύγιο σε μια στιγμή κατά την οποία η οικονομία μεγεθύνεται με σχετικά μικρούς ρυθμούς και επομένως απευθύνει συγκριτικά μικρότερη ζήτηση στις εισαγωγές».
«Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου στην Κύπρο εκθέτουν τον μισθωτό (α) σε μεγάλο κίνδυνο φτώχιας, (β) σε μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχιας από όσο στις 27 χώρες της ΕΕ, και (γ) σε υπέρμετρο κίνδυνο φτώχιας σε σύγκριση με τους μισθωτούς που εργάζονται στην Κύπρο με συμβάσεις αορίστου χρόνου».
Καταληκτικά, σημειώνεται ότι «η επισφαλής εργασία έχει τον χαρακτήρα παγίδας επισφάλειας, από την οποία ο μισθωτός μπορεί να εξέλθει υποβοηθούμενος είτε από κρατικές πολιτικές για την αγορά εργασίας είτε από συνδικαλιστικές παρεμβάσεις».