Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι δημόσιες συμβάσεις αντιπροσωπεύουν περίπου το 14% του ΑΕΠ της ΕΕ, γεγονός που τις καθιστά βασικό μοχλό οικονομικής ανάπτυξης και δημιουργίας θέσεων εργασίας σε ολόκληρη την Ευρώπη.
«Με πάνω από 250.000 αναθέτουσες αρχές στην ΕΕ, ο αντίκτυπος μιας συντονισμένης και αποτελεσματικής στρατηγικής στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, είναι τεράστιος», τονίζουν στη «Ν» οι ίδιες πηγές.
Εξοικονόμηση 20 δις τον χρόνο
Η βελτίωση των δημόσιων συμβάσεων μπορεί να αποφέρει σημαντικές εξοικονομήσεις: ακόμη και ένα κέρδος 1% στην αποδοτικότητα θα μπορούσε να εξοικονομήσει 20 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Ο δημόσιος τομέας μπορεί επίσης να χρησιμοποιήσει τις δημόσιες συμβάσεις για να ενισχύσει την απασχόληση, την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, και να δημιουργήσει μια πιο καινοτόμο, αποδοτική ως προς τους πόρους και την ενέργεια και κοινωνικά χωρίς αποκλεισμούς οικονομία.
Το ισχύον πλαίσιο
«Το ισχύον πλαίσιο των δημόσιων συμβάσεων δεν διαθέτει την ευελιξία , τη συνοχή και τη στρατηγική εστίαση που απαιτούνται για να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις τρέχουσες και τις αναδυόμενες προκλήσεις», σύμφωνα με έκθεση της Κομισιόν.
Η αξιολόγηση αναγνωρίζει ότι οι κανονισμοί που θεσπίστηκαν από το 2014 «έχουν δημιουργήσει κανονιστικές ασυνέπειες που περιπλέκουν περαιτέρω τις δημόσιες συμβάσεις». Προειδοποιεί επίσης ότι «παρά τις βελτιώσεις στη διαφάνεια, τα κενά δεδομένων και τα ζητήματα ποιότητας, τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και σε εθνικό επίπεδο, εμποδίζουν την αποτελεσματική διακυβέρνηση , τη στρατηγική λήψη αποφάσεων και την πρόληψη της διαφθοράς».
Δεν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι
Η έκθεση της Επιτροπής επισημαίνει ότι οι περισσότεροι από τους στόχους των Οδηγιών του 2014 δεν έχουν επιτευχθεί ή έχουν επιτευχθεί μόνο εν μέρει.« Η μεταρρύθμιση του 2014 μετέτρεψε τις δημόσιες συμβάσεις σε στρατηγικό μέσο πολιτικής για την επίτευξη περιβαλλοντικών, καινοτόμων και κοινωνικών στόχων, αλλά η Επιτροπή προειδοποιεί ότι η χρήση διαδικασιών δημοσίων συμβάσεων για την επίτευξη αυτών των στόχων «παραμένει άνιση μεταξύ των κρατών μελών», αναφέρουν ευρωπαϊκές πηγές.
Οι κανονισμοί του 2014 στόχευαν επίσης στην απλούστευση και την αύξηση της ευελιξίας των διαδικασιών δημόσιων συμβάσεων, στη διευκόλυνση της διασυνοριακής συμμετοχής εταιρειών από άλλες χώρες, στη διασφάλιση δίκαιου και ανοικτού ανταγωνισμού και στη δημιουργία ισότιμων όρων ανταγωνισμού για όλους τους οικονομικούς φορείς, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ. «Αυτό έχει επιτευχθεί μόνο εν μέρει. Για παράδειγμα, ο μέσος αριθμός προσφορών μειώθηκε από 5,4 μεταξύ 2006 και 2010 σε 3,4 κατά την περίοδο 2017–2024», αναφέρουν οι ίδιες πηγές.
«Νέες προτεραιότητες, όπως η οικονομική ασφάλεια και η στρατηγική αυτονομία, έχουν αναδυθεί «καθώς η ανισότητα στην πρόσβαση στην αγορά επιμένει και επιδεινώνεται από τις πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις », τονίζουν και προσθέτουν: Στο τρέχον γεωπολιτικό πλαίσιο, «η προώθηση μιας ολοκληρωμένης εσωτερικής αγοράς είναι πιο σημαντική από ποτέ για να διασφαλιστεί η στρατηγική αυτονομία και η οικονομική ασφάλεια της Ευρώπης».
Οι προκλήσεις της ανταγωνιστικότητας
Η ανάγκη απλούστευσης και εκσυγχρονισμού των δημόσιων συμβάσεων είναι, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «ακόμα πιο σημαντική σήμερα, δεδομένων των προκλήσεων ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης και του συνολικά μεγάλου γραφειοκρατικού φόρτου».
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε άλλωστε στις αρχές Σεπτεμβρίου, ψήφισμα σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις με 432 ψήφους υπέρ, 95 κατά και 124 αποχές.
Η απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου ζητά «την αναθεώρηση του πλαισίου δημοσίων συμβάσεων της ΕΕ για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, την προώθηση μιας πιο βιώσιμης οικονομίας, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και τη διασφάλιση του δικαίου».
Το Ευρωκοινοβούλιο αξιώνει επίσης «την απλοποίηση των κανόνων, τόσο για τις αναθέτουσες αρχές όσο και για τους προσφέροντες, διασφαλίζοντας την ασφάλεια εφοδιασμού για ορισμένα ζωτικής σημασίας προϊόντα, τεχνολογίες και υπηρεσίες, προωθώντας ποιοτικές θέσεις εργασίας , παρέχοντας υπηρεσίες στους πολίτες και τηρώντας τις συλλογικές συμβάσεις σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και πρακτικές».
Καταπολέμηση της διαφθοράς
Το Ευρωκοινοβούλιο σημειώνει ακόμη ότι η ανάθεση δημόσιων συμβάσεων αποκλειστικά με βάση τη χαμηλότερη τιμή μπορεί να ενθαρρύνει τον αθέμιτο ανταγωνισμό και είναι επιζήμια για την ποιότητα, τη βιωσιμότητα και τα κοινωνικά πρότυπα. Τόνισε ότι περισσότερες δημόσιες συμβάσεις, ιδίως για πνευματικές υπηρεσίες, θα πρέπει να ανατίθενται με βάση την καλύτερη σχέση ποιότητας-τιμής , χρησιμοποιώντας τα κριτήρια της πλέον οικονομικά συμφέρουσας προσφοράς. Πράγμα, που σημαίνει ότι οι προσφορές θα πρέπει να αξιολογούνται όχι μόνο με βάση την τιμή αλλά και με βάση παράγοντες όπως η ποιότητα.
Συνέστησε επίσης στην Επιτροπή να προτείνει συγκεκριμένα μέτρα για την καταπολέμηση της διαφθοράς και την αύξηση της διαφάνειας στη χρήση διαδικασιών με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση.
«Κάθε οικονομικός φορέας που δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του στους τομείς του εργατικού και του περιβαλλοντικού δικαίου θα πρέπει να αποκλείεται ουσιαστικά από τη σχετική διαδικασία σύναψης δημόσιων συμβάσεων», τονίζεται στην απόφαση .
Εταιρείες από τρίτες χώρες
Για να αποτραπεί η απόκτηση αθέμιτων πλεονεκτημάτων από εταιρείες τρίτων χωρών σε διαδικασίες δημόσιων συμβάσεων μέσω άμεσων ή έμμεσων δημόσιων επιδοτήσεων, οι ευρωβουλευτές καλούν την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να λάβουν αποφασιστικά μέτρα κατά των επιχειρήσεων τρίτων χωρών που εκμεταλλεύονται αυτές τις επιδοτήσεις για να μειώσουν τις τιμές ή να αποκτήσουν αθέμιτο πλεονέκτημα σε διαγωνισμούς κατά τρόπο ασυμβίβαστο με τους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή καλείται να προτείνει μια ακριβή και εναρμονισμένη μέθοδο για την αξιολόγηση της έννοιας των « ασυνήθιστα χαμηλών τιμών », προκειμένου να παρέχεται στις αναθέτουσες αρχές μεγαλύτερη νομική ασφάλεια.
Επιπλέον, η Επιτροπή θα πρέπει να δηλώσει ρητά ότι οι προσφέροντες από τρίτες χώρες δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε διαδικασίες δημόσιων συμβάσεων που διεξάγονται εντός της Ένωσης, εάν η χώρα προέλευσής τους δεν παρέχει αμοιβαία πρόσβαση στην αγορά της για τους προσφέροντες της Ένωσης.
Μικρομεσαίες και νεοσύστατες επιχειρήσεις
Το ψήφισμα ζητά ενισχυμένους μηχανισμούς υποστήριξης για μικρομεσαίες και νεοφυείς επιχειρήσεις, και φορείς της κοινωνικής οικονομίας, ώστε να μπορούν να είναι αποτελεσματικά ανταγωνιστικοί σε δημόσιους διαγωνισμούς. Μείωση των διοικητικών περιορισμών, δημιουργία, σε επίπεδο Ένωσης, ψηφιακής βάσης δεδομένων προεπιλεγμένων ΜΜΕ και μικρών φορέων, διαίρεση των συμβάσεων σε μικρότερα τμήματα).
Η Επιτροπή καλείται να διασφαλίσει ότι οι διαδικασίες δημόσιων συμβάσεων θα καταστούν πιο προσβάσιμες και διαφανείς και ότι η αρχή του ενιαίου σημείου επαφής θα εφαρμόζεται συστηματικά σε όλα τα επίπεδα της διοίκησης στο πλαίσιο των δημόσιων συμβάσεων.
Ως το δεύτερο εξάμηνο του 2026
Σύμφωνα με πηγές στις Βρυξέλλες, που γνωρίζουν το θέμα, μετά την αρχική αξιολόγηση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα ξεκινήσει νέα δημόσια διαβούλευση για την εκπόνηση μιας τελικής αξιολόγησης και την προετοιμασία της μελέτης επιπτώσεων και της προτεινόμενης αναθεώρησης της νομοθεσίας.
Η προτεινόμενη οδηγία θα συνταχθεί πριν από το επόμενο καλοκαίρι, αν και αναμένεται ότι θα μπορούσε να αναβληθεί μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Από εκείνο το σημείο και μετά, η διαδικασία θα ξεκινήσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και, μόλις εγκριθεί, θα υποβληθεί στα κράτη μέλη. Επικεφαλής της διαδικασίας είναι ο Γερμανός Χένιγκ Εχρενστάιν, που προίσταται της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Δημοσίων Συμβάσεων.



