Τη βιωσιμότητα του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων μέχρι του 2080 επιβεβαίωσε η τελευταία Αναλογιστική Μελέτη του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ΔΟΕ) η οποία παρουσιάστηκε σήμερα στο Υπουργείο Εργασίας. Παράλληλα ο ΔΟΕ προχώρησε με εισηγήσεις για τον εξορθολογισμό της επενδυτικής πολιτικής και την αναβάθμιση της πολιτικής χρηματοδότησης του Ταμείου.
Κατά την παρουσίαση ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Γιάννης Παναγιώτου εξέφρασε την αποφασιστικότητας της Κυβέρνησης για περαιτέρω ενίσχυση του συνταξιοδοτικού συστήματος μέσα από την επικείμενη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση
Η συγκεκριμένη μελέτη έχει ως ημερομηνία αναφοράς την 31η Δεκεμβρίου 2020, ενώ η επόμενη αναλογιστική επισκόπηση του ΤΚΑ με ημερομηνία αναφοράς τις 31 Δεκεμβρίου του 2023 θα εκπονηθεί το 1ο τρίμηνο του 2025.
Όπως ανέφερε ο Υπουργός Εργασίας, με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης εκτιμάται ότι για την περίοδο 2021-80 κάθε χρόνο τα έσοδα του ΤΚΑ από εισφορές και εισοδήματα επενδύσεων επαρκούν για να καλύψουν τις αντίστοιχες ετήσιες δαπάνες συντάξεων. Επίσης το αποθεματικό του ΤΚΑ διατηρείται σε ικανοποιητικά επίπεδα, το εκτιμώμενο ύψος του οποίου το 2080 διαμορφώνεται στο τριπλάσιο της ετήσιας δαπάνης του ΤΚΑ.
Για τον καθορισμό των παραδοχών της αναλογιστικής μελέτης, μεταξύ άλλων, λήφθηκαν υπόψη οι εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών, όπως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κυρίως όσον αφορά τις οικονομικές παραδοχές και της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας όσον αφορά τις δημογραφικές παραδοχές.
Επίσης, όπως ανέφερε ο Υπουργός, στο πλαίσιο της αναλογιστικής μελέτης εξετάστηκε η μεταβολή του προσδόκιμου ζωής κατά την περίοδο 1.1.2018 – 1.1.2023 για σκοπούς αναπροσαρμογής της συντάξιμης ηλικίας, και με βάση το αποτέλεσμα αυτής της ανάλυσης δεν επιβάλλεται αύξηση της συντάξιμης ηλικίας για την περίοδο μέχρι την επόμενη εξέταση.
Επίσης, πρόσθεσε, εξετάστηκε κατά πόσο χρειάζεται να αυξηθεί το ποσοστό εισφοράς στο ΤΚΑ, πέραν από τις μελλοντικές θεσμοθετημένες αυξήσεις, ούτως ώστε να καλυφθεί η δαπάνη που προκύπτει από την επέκταση του δικαιώματος σε σύνταξη χηρείας στους άντρες. Το αποτέλεσμα της ανάλυσης αυτού του ενδεχόμενου, είπε, κατέδειξε ότι δεν είναι αναγκαίο να επιβληθεί πρόσθετη αύξηση εισφορών για κάλυψη αυτής της παροχής όπως σήμερα προνοείται από τη νομοθεσία.
Δύο εισηγήσεις ΔΟΕ
Ο Επικεφαλής της Μονάδας Αναλογιστικών Υπηρεσιών του ΔΟΕ Αντρέ Πικάρντ παρουσίασε μέσω τηλεδιάσκεψης τις δύο κύριες εισηγήσεις του οργανισμού.
Με βάση αυτές προκειμένου να ενισχυθεί η οικονομική διακυβέρνηση του ΤΚΕ και συνεπώς η ασφάλεια των οφελών και η δικαιοσύνη μεταξύ των γενεών, συνιστάται στην Κυβέρνηση να καθιερώσει γραπτή πολιτική χρηματοδότησης. Με αυτή θα γίνεται καθορισμός στόχων χρηματοδότησης και του χρονικού ορίζοντα, η εκτίμηση μελλοντικών χρηματοοικονομικών κινδύνων που αντιμετωπίζει το ΤΚΑ, η λήψη των απαραίτητων προβλέψεων για τη διασφάλιση της επίτευξης των οικονομικών στόχων σε συνεχή βάση, συμπεριλαμβανομένης της διατήρησης επαρκών επιπέδων αποθεματικών.
Επίσης ο ΔΟΕ εισηγείται καταρτισμό στρατηγικού σχεδίου για την αναθεώρηση της τρέχουσας επενδυτικής πολιτικής του ΤΚΑ. Αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει αύξηση του ποσοστού των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου που επενδύονται σε μη κρατικούς τίτλους, ενώ θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το προφίλ των οφειλών του ΤΚΑ. Επίσης εισηγείται συγκράτηση μακροπρόθεσμων μελλοντικών αυξήσεων χρέους του δημοσίου προς το ΤΚΑ.
Όπως ανέφερε ο Υπουργός Εργασίας «επενδύοντας στο εγγύς μέλλον μέρος του ενεργητικού του ΤΚΑ σε στοιχεία εκτός δημοσίου, θα βοηθούσε μακροπρόθεσμα στη συγκράτηση των μελλοντικών αυξήσεων του χρέους του κράτους προς το ΤΚΑ και ταυτόχρονα θα παρείχε μεγαλύτερη ευελιξία στο ΤΚΑ σε περιόδους σημαντικών οικονομικών περιορισμών».
Πρόσθεσε ότι σύμφωνα με τις εισηγήσεις, οποιαδήποτε αλλαγή στην επενδυτική πολιτική του ΤΚΑ θα πρέπει να είναι σταδιακή και τα ακριβή ποσά από τα ετήσια πλεονάσματα του ΤΚΑ, που θα μπορούν να επενδυθούν σε στοιχεία εκτός δημοσίου, καθώς επίσης και το χρονοδιάγραμμα υλοποίησής τους, θα πρέπει να καθοριστούν σε συνεργασία με τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος σύμφωνα με τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο έχει την αρμοδιότητα του καθορισμού της επενδυτικής πολιτικής του ΤΚΑ, με γνώμονα την ομαλή υλοποίηση του δημοσιονομικού προγραμματισμού.
Πολιτική βούληση για Κυβέρνησης για εξορθολογισμό επενδυτικής πολιτικής
Ο κ. Παναγιώτου τόνισε ότι τα συμπεράσματα της Αναλογιστικής Μελέτης αποτελούν σημείο αναφοράς για την προγραμματισμένη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση του 2025, και οι εισηγήσεις του ΔΟΕ θα αξιοποιηθούν εποικοδομητικά από την Κυβέρνηση, που διαθέτει την πολιτική βούληση για να τις υλοποιήσει, μέσα από τη δημόσια διαβούλευση, τον κοινωνικό διάλογο και τη συνεργασία με τις πολιτικές δυνάμεις.
Απαντώντας σε ερώτηση είπε ότι οι επισημάνσεις του ΔΟΕ είναι διαχρονικές, αφού διαχρονική είναι η πρακτική των Κυβερνήσεων για εσωτερικό δανεισμό.
«Αυτό που είναι σήμερα διαφορετικό, είναι η πολιτική βούληση της Κυβέρνησης να προχωρήσει και να υλοποιήσει τον αναγκαίο εξορθολογισμό της επενδυτικής πολιτικής του ΤΚΑ», είπε.
Για τον σκοπό αυτό, πρόσθεσε, το Υπουργείο Εργασίας βρίσκεται σε στενή συνεργασία με το Υπουργείο Οικονομικών και ήδη από τις πρώτες μέρες της παρούσας διακυβέρνησης το θέμα συζητήθηκε σε βάθος και με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αυτό όπως, είπε, θα γίνει στο πλαίσιο της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης.
Απαντώντας σε άλλη ερώτηση, είπε ότι δεν εξετάζεται ακόμα το είδος των επενδύσεων, αλλά το να γίνει διασπορά επενδύσεων ώστε να μην αφορούν αποκλειστικά επενδύσεις στο δημόσιο και να καθορίζονται με τρόπο ορθολογικό.
Απροσδόκητη αύξηση εσόδων το 2022-23
Παρουσιάζοντας τη μελέτη, ο Επικεφαλής του έργου για διεκπεραίωση της Αναλογιστικής Μελέτης Κωνσταντίνος Σταυράκης ανέφερε ότι οι δύο μεταρρυθμίσεις που έγιναν στο ΤΚΑ το 2009 και το 2012 είχαν σημαντική οικονομική επίπτωση στη βιωσιμότητα. Αυτές αφορούσαν τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού εισφοράς με επτά αυξήσεις, και την επανεξέταση κάθε πέντε χρόνια του προσδόκιμου ζωής ώστε να αναπροσαρμόζεται η συντάξιμη ηλικία.
Αναφέρθηκε σε τέσσερα βασικά συμπεράσματα της μελέτης.
Αυτά είναι ότι το ΤΚΑ είναι μακροχρόνια βιώσιμο αφού το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων λειτουργεί σε διανεμητική βάση και όσο υπάρχει ισορροπία μεταξύ εσόδων και εξόδων τότε το ΤΚΑ είναι βιώσιμο. Μέχρι το 2080 τα έσοδα είναι περισσότερα από τα έξοδα. Μέχρι το 2050 αναμένεται να συσσωρευτούν σημαντικά πλεονάσματα, ενώ μετά το 2062 το ΤΚΑ ξεκινά να χρειάζεται και τις αποδόσεις των επενδύσεων για να καλύψει τις δαπάνες, ωστόσο σε όλη την περίοδο τα έσοδα καλύπτουν τα έξοδα.
Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι από την προηγούμενη μελέτη πριν από τρία χρόνια, υπάρχει μια βελτίωση στην οικονομική κατάσταση του ΤΚΑ, λόγω κυρίως της αύξησης των εισφορών το 2022 και 2023, λόγω της αύξησης του αριθμού αυτών που συνεισφέρουν αλλά και των ασφαλιστέων αποδοχών. Ο αριθμός των εισφορέων, είπε, έχει αυξηθεί κυρίως λόγω της θετικής μεταναστευτικής ροής, ενώ η ασφαλιστέες αποδοχές λόγω της αύξηση του ποσοστού συμμετοχής.
Τρίτο συμπέρασμα είναι ότι το ΤΚΑ είναι χρηματοοικονομικό βιώσιμο και δεν χρειάζεται να γίνει αύξηση της συντάξιμης ηλικίας από το 65ο έτος που είναι σήμερα ούτε να μπουν πρόσθετες εισφορές.
O κ. Σταυράκης ανέφερε επίσης ότι κάτω από όλα τα σενάρια, ακόμα και τα δυσμενή το αποθεματικό παραμένει θετικό για την περίοδο 2021-2080. Ωστόσο τονίστηκε ότι αυτά σενάρια δεν είναι στατικά και ότι θα πρέπει η βιωσιμότητα να παρακολουθείται στενά.
Απαντώντας σε ερώτηση για την ανάγκη αναθεώρησης της επενδυτικής πολιτικής για το ΤΚΑ, ο κ. Σταυράκης ανέφερε ότι πρέπει σταδιακά και αφού τα επόμενα χρόνια θα υπάρχουν πλεονάσματα, να αρχίσει να γίνεται μια καλή διασπορά του αποθεματικού, όχι για να βελτιωθεί η βιωσιμότητα αλλά για να διασφαλιστούν οι επόμενες γενιές, αφού δεν θα εξαρτώνται μόνο από το κράτος. Σημείωσε ωστόσο ότι η βιωσιμότητα καθορίζεται κυρίως από τις εισφορές στο Ταμείο.
Ανέφερε ακόμα ότι οι χώρες που θεωρούνται πρότυπα όσον αφορά τις επενδύσεις κοινωνικών ασφαλίσεων ξεκίνησαν σταδιακά να κάνουν επενδύσεις εκτός δημοσίου σε τομείς που θα μπορούσαν να βοηθήσουν την οικονομία και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας ώστε να υπάρχουν περαιτέρω έσοδα του ΤΚΑ, ενώ σταδιακά βγήκαν και εκτός χώρας. Τόνισε επίσης τη σημασία της σωστής διακυβέρνησης των επενδύσεων.