Την εισαγωγή επιπλέον 32.517 εργαζομένων από τρίτες χώρες επιδιώκει να πετύχει για φέτος η ελληνική κυβέρνηση, για να καλυφθούν τα τεράστια κενά που υπάρχουν σε διάφορους κλάδους της οικονομίας.
Επέκταση της αρχικής Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) που είχε εκδοθεί πέρσι τον Απρίλιο (167.925) οδηγεί στα επίπεδα των 200.000 το σύνολο των μετακλήσεων για τη διετία 2023 – 2024.
Οι διαφορές ανά περιφέρεια σε σχέση με τα αιτήματα που υποβλήθηκαν είναι τεράστιες, όπως επίσης και τα κενά που ζητούνται να καλυφθούν.
Σε κάθε περίπτωση, τα μεγαλύτερα κενά εντοπίζονται ξανά στον αγροτικό τομέα παραγωγής (εργάτες γης), στον κλάδο των κατασκευών και στον τουρισμό – εστίαση, εν όψει της έναρξης της νέας θερινής τουριστικής περιόδου.
Διαπιστώνεται, πάντως, συνολικό πρόβλημα κάλυψης κενών θέσεων που οδηγεί μέχρι και σε δυσκολία ολοκλήρωσης συγκεκριμένων έργων, ειδικά στον κατασκευαστικό κλάδο, γεγονός που προβληματίζει τα συναρμόδια υπουργεία (Εργασίας, Ανάπτυξης, Μεταναστευτικής Πολιτικής).
Γι’ αυτό και εξετάζονται τρόποι ώστε να ξεπεραστούν κάποιες καθυστερήσεις που έχουν εντοπιστεί κατά το παρελθόν σε μετακλήσεις εργαζομένων, ώστε να επιταχυνθεί η διαδικασία κάλυψης των διαπιστωμένων κενών.
Ποιες χώρες «στέλνουν» εργαζομένους
Οι χώρες που μπαίνουν πρώτες «στη σειρά» για να στείλουν εργαζόμενους στην Ελλάδα είναι η Ινδία, η Μολδαβία, οι Φιλιππίνες, το Βιετνάμ, το Πακιστάν, η Γεωργία και η Αίγυπτος. Ήδη υπάρχει επικοινωνία σε επίπεδο διμερών επαφών με τις ανωτέρω χώρες ώστε να προχωρήσει με ταχείς ρυθμούς η διαδικασία των μετακλήσεων.
Θα υπογραφούν ξεχωριστές συμφωνίες που θα καθορίζουν τόσο το χρονικό διάστημα νόμιμης παραμονής και εργασίας στην Ελλάδα των εργαζομένων που θα εισαχθούν όσο και τις απολαβές που θα λαμβάνουν.
Σε κάθε περίπτωση, στόχος είναι να τηρηθούν όλοι οι κανόνες εργατικού δικαίου που διέπουν και τους Έλληνες εργαζόμενους. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει οι επιχειρήσεις που θα προσλάβουν εργαζόμενους από τρίτες χώρες να τηρούν το θεσμοθετημένο ωράριο και να μην ασκούν υπερεργασία, αλλά ταυτόχρονα να καταβάλλουν κανονικά τον μισθό που θα ορίζει η σύμβαση που θα υπογραφεί ανάμεσα στα δύο μέρη.