Η αβεβαιότητα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ για την πορεία των επιτοκίων δανεισμού σε δολάρια λόγω του υψηλού πληθωρισμού δεν επηρεάζει τα άμεσα σχέδια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να προχωρήσει τον Ιούνιο στην πρώτη χαλάρωση της νομισματικής της πολιτικής.
«Δεν θεωρούμε ότι αυτό που συμβαίνει στη ζώνη του ευρώ θα είναι ο καθρέφτης αυτού που συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες», είπε η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, απαντώντας σε εικασίες σχετικά με τον αντίκτυπο του υψηλού πληθωρισμού των ΗΠΑ στην πολιτική της Federal Reserve. Έτσι πλέον επί του παρόντος και με βάση τα διαθέσιμα νέα δεδομένα οι αγορές περιμένουν με τρεις ή τέσσερις μειώσεις επιτοκίων της ΕΚΤ μέχρι το τέλος του έτους, σε σύγκριση με δύο ή τρεις μειώσεις επιτοκίων από τη FED.
Αυτό έχει αποτυπωθεί και στην αγορά ομολόγων όπου θεσμικοί επενδυτές πωλούν αυτό το διάστημα κρατικό χρέος των ΗΠΑ και στρέφονται σε αντίστοιχες αγορές κρατικών τίτλων στην Ευρώπη. Με τον τρόπο αυτό ποντάρουν ότι ο πιο χαμηλότερος πληθωρισμός στην Ευρώπη θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να αρχίσει να μειώνει τα επιτόκια νωρίτερα από τη FED. Ανάμεσα σε αυτούς τους παίκτες βρίσκονται πανίσχυροι διαχειριστές κεφαλαίων όπως οι Pimco και JPMorgan Asset Management. Οι εταιρείες αυτές έχουν αυξήσει την έκθεσή τους στο δημόσιο χρέος της Ευρώπης τις τελευταίες εβδομάδες, σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσαν οι Financial Times. Πρόκειται για επενδυτικές κινήσεις οι οποίες έχουν αυξήσει τη διαφορά επιτοκίων -το λεγόμενο spread- μεταξύ των 10ετών κρατικών ομολόγων της Γερμανίας και των ΗΠΑ σε 2 ποσοστιαίες μονάδες, κοντά στο υψηλότερο επίπεδο από το Νοέμβριο του 2023.
«Μιλάνε» τα ομόλογα
Οι τιμές στα κρατικά ομόλογα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού έχουν δεχτεί πιέσεις φέτος ωθώντας τις αποδόσεις υψηλότερα, καθώς οι επενδυτές μείωσαν τις προσδοκίες τους για επικείμενες μειώσεις επιτοκίων. Οι κινήσεις αυτές όμως ήταν μεγαλύτερες στις ΗΠΑ από όσο στην Ευρώπη όπως δείχνουν τα ίδια στοιχεία.
Η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου των ΗΠΑ διαμορφώθηκε στο 4,58%, ενώ η αντίστοιχη του γερμανικού βρέθηκε στο 2,47%. Στη Γαλλία ήταν 2,97%, στην Ιταλία 3,89%, στην Ισπανία 3,30%, στην Πορτογαλία 3,14% και στην Ελλάδα 3,53% σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Bloomberg.
Οι προβλέψεις για τα επιτόκια
Οι αγορές στις αρχές του 2024 πόνταραν ότι οι συνολικές μειώσεις επιτοκίων φέτος από τον Τζερόμ Πάουελ και την Federal Reserve θα οδηγούσαν το βασικό επιτόκιο από το εύρος του 5,25% με 5,5% σήμερα, στα επίπεδα του 4%. Αλλά μετά από μήνες επίμονου πληθωρισμού και ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης, οι προοπτικές για τέτοιες μειώσεις φαίνεται ότι απομακρύνονται. Η τιμολόγηση της αγοράς υποδηλώνει τώρα ότι τα αμερικανικά επιτόκια θα διαμορφωθούν στα τέλη του 2024 στα επίπεδα του 4,75%. Αυτό σημαίνει ότι οι αξιωματούχοι της FED θα προχωρήσουν σε δύο ή τρεις μειώσεις φέτος αντί για τρεις ή τέσσερις που ανέφεραν οι εκτιμήσεις τον Ιανουάριο.
Ταυτόχρονα οι αγορές εκτιμούν πλέον ότι η ΕΚΤ θα μειώσει κι αυτή –κατά μέσο όρο- μέσα στο 2024 τα επιτόκια του ευρώ κατά 75 μονάδες βάσης. Όμως τα επιτόκια αυτά είναι πολύ χαμηλότερα από τα αντίστοιχα στις ΗΠΑ. Το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων διαμορφώνονται σήμερα σε 4,50%, 4,75% και 4,00% αντίστοιχα.
Σε κάθε περίπτωση, μια πιο αυστηρή νομισματική πολιτική στις ΗΠΑ δημιουργεί τις προϋποθέσεις να μην μπορέσουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στη ζώνη του ευρώ να προχωρήσουν συγκριτικά σε πολύ περισσότερες περικοπές. Μια σημαντική απόκλιση στα επιτόκια δολαρίου και ευρώ θα μπορούσε να πλήξει σημαντικά την ισοτιμία του ευρώ, οδηγώντας το ακόμη και στο 1 προς 1 απέναντι στο δολάριο.
Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη το Μάρτιο διαμορφώθηκε στο 2,4% σε ετήσια βάση. Ο πληθωρισμός των ΗΠΑ αυξήθηκε στο 3,5% σε ετήσια βάση το Μάρτιο, ξεπερνώντας τις προσδοκίες και σημειώνοντας τη δεύτερη μηνιαία συνεχόμενη αύξηση. Ο πληθωρισμός είχε φτάσει το 3,2% τον Φεβρουάριο σε ετήσια βάση από 3,1% τον Ιανουάριο. Ο δομικός πληθωρισμός, ο οποίος εξαιρεί τις αλλαγές στο κόστος των τροφίμων και της ενέργειας, παρέμεινε στο 3,8%.
Πηγή: OT