Στην εξωτερική πολιτική και δη απέναντι στη Ρωσία, ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, εξελίσσεται σε «γεράκι».
Σπεύδοντας να καλύψει το κενό ηγεσίας που αφήνει στην Ευρώπη η Γερμανία του Όλαφ Σολτς, προβάλει ηγετικό προφίλ και σκληραίνει όλο και περισσότερο τη στάση του απέναντι στη Μόσχα.
Μιλά πλέον διαρκώς για την προοπτική αποστολής και εμπλοκής δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων στον πόλεμο στην Ουκρανία, στο πλευρό του Κιέβου.
Προσώρας πάντως το μόνο σίγουρο είναι η άβολη πραγματικότητα για τον Γάλλο πρόεδρο στο εσωτερικό της ίδιας του της χώρας.
Η οικονομική κατάσταση της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης πάει από το κακό στο χειρότερο.
Η λαϊκή δυσαρέσκεια διογκώνεται και στις δημοσκοπήσεις η ακροδεξιά δημοσκοπικά «καλπάζει».
Οι αντιδράσεις είναι ήδη έντονες, μετά την ανακοίνωση ότι το έλλειμμα έφτασε το 2023 στο 5,5% του ΑΕΠ, από 4,8% που ήταν το 2022.
Είναι πάνω από τον κυβερνητικό στόχο του 4,9% και, σε κάθε περίπτωση, σχεδόν διπλάσιο από το ευρωπαϊκό όριο του 3%.
Μέχρι τις αρχές Μαΐου, πριν ανοίξουν οι κάλπες των ευρωεκλογών τουτέστιν, αναμένονται οι αξιολογήσεις διεθνών οίκων για τη γαλλική οικονομία.
Έχουν ήδη ηχήσει «καμπανάκια» υποβάθμισης για την τρίτη πιο υπερχρεωμένη χώρα στην ΕΕ, μετά την Ελλάδα και την Ιταλία.
Στα τέλη του 2023, το γαλλικό δημόσιο χρέος… ίπτατο πάνω από τα 3,2 τρισεκατομμύρια ευρώ, στο 112% του ΑΕΠ.
Μια δημοσιονομική κρίση είναι ήδη ορατή.
Όμως δεν θέτει σε κίνδυνο μόνο την πιστοληπτική ικανότητα της Γαλλίας.
Αντιδρώντας στους μεσοβέζικους χειρισμούς της μακρονικής νέας κυβέρνησης υπό τον Γκαμπριέλ Ατάλ, οι δεξιοί Ρεπουμπλικανοί απειλούν πλέον ανοιχτά με πρόταση μομφής.
Κάπως έτσι, η προοπτική προκήρυξης πρόωρων βουλευτικών εκλογών φαντάζει πλέον ορατή.
Δημοσιονομικές «Συμπληγάδες»
«Πολλά δημοσιονομικά ζητήματα επανέρχονται στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή, με τη Γαλλία και την Ιταλία να βρίσκονται ιδιαίτερα στο ραντάρ της αγοράς», σημειώνει η Bank of America σε πρόσφατη έκθεσή της.
Χαρακτηρίζει «σχεδόν αναπόφευκτη», σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ του Euronews τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος για την Ιταλία, τη Γαλλία και άλλα δέκα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Σε αυτό το φόντο, η επιβολή αυστηρών µέτρων δηµοσιονοµικής πειθαρχίας φαντάζει αναπόφευκτη. Το ίδιο όμως ισχύει και για το πολιτικό κόστος.
«Δεδομένης της κλίμακας της υστέρησης των δημοσίων εσόδων -με τις δαπάνες να συνεχίζουν να αυξάνονται- το λογικό θα ήταν να εκπονηθεί ένα νομοσχέδιο για την τροποποίηση του προϋπολογισμού, το οποίο θα συζητηθεί στη Βουλή», έγραφε σε πρόσφατο κύριο άρθρο της η εφημερίδα Le Monde.
Όμως η κυβέρνηση, που δεν έχει απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, απέρριψε αυτή την επιλογή.
Έκρινε επίσης ως πολιτικά ζημιογόνο να καταφύγει ξανά, λίγο πριν από την Ευρωεκλογές, στη χρήση του συνταγματικού άρθρου 49.3, για την έγκριση νομοσχεδίου χωρίς ψηφοφορία στη Βουλή.
Τελικά η κυβέρνηση «επέλεξε να διορθώσει το ζήτημα μέσω διατάγματος», ανέφερε το δημοσίευμα, «καταδικάζοντας τον εαυτό της σε επιφανειακά μέτρα».
Όμως ακόμη και οι ίδιοι οι υπουργοί της κυβέρνησης Μακρόν αναγνωρίζουν ότι τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ σε έκτακτες περικοπές δαπανών που έχουν ήδη προταθεί δεν είναι αρκετά.
Η αντιπολίτευση ζητά την παραίτηση του υπουργού Οικονοµικών, Μπρούνο Λεμέρ.
«Αριστεροί βουλευτές, ακόμη και ορισμένα μέλη του κόμματος του Μακρόν, πιέζουν για υψηλότερους φόρους στους πλούσιους ή στις πιο κερδοφόρες εταιρείες ως λύση στο δημοσιονομικό δίλημμα της Γαλλίας», γράφει σχετικά το πρακτορείο Reuters.
Όμως οι μεγαλύτερες πιέσεις πλέον προέρχονται από τους κεντροδεξιούς Ρεπουμπλικανούς (LR), τους επιγόνους του Σαρλ Ντε Γκολ.
Αν και έχουν στηρίξει τις μακρονικές κυβερνήσεις μειοψηφίας, πλέον δίνουν μάχη πολιτικής επιβίωσης στις ευρωεκλογές.
«Αυτή η ανεύθυνη οικονομική διαχείριση των δημοσιονομικών», διεμήνυσε ο αρχηγός τους, Ερίκ Σιότι, «πρέπει να σταματήσει τώρα».
Πολιτική «ομηρία»
Οι Ρεπουμπλικανοί απαιτούν τώρα έκτακτη αναθεώρηση του προϋπολογισμού του 2024.
Εάν η κυβέρνηση την περάσει χωρίς ψηφοφορία, απειλούν με πρόταση μομφής.
«Οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν είναι νομοθετική, ούτε πολιτική προθεσμία. Είναι για τον κ. Μακρόν, όχι για εμάς», τόνισε ο Ερίκ Σιοτί, μιλώντας στο δίκτυο BFMTV.
Για την καταψήφιση της κυβέρνησης θα πρέπει να συστρατευτούν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που καλύπτουν όλο το πολιτικό φάσμα: από την ακροδεξιά, έως την αριστερά.
Το διακύβευμα ωστόσο προκήρυξης πρόωρων εκλογών, δύο χρόνια μετά τις προηγούμενες, φαντάζει αρκετά μεγάλο για άπαντες, πλην της ακροδεξιάς.
Μυστική δημοσκόπηση που έγινε τον Δεκέμβριο για λογαριασμό των Ρεπουμπλικανών και ήρθε προ ημερών στο φως της δημοσιότητας από το περιοδικό Le Nouvel Obs δείχνει ότι ότι η Εθνική Συσπείρωση (RN) της Μαρίν Λεπέν θα μπορούσε να αγγίξει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Πρακτικά, αυτό θα σήμαινε ότι ο πρόεδρος Μακρόν θα έπρεπε να αναθέσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον μόλις 28χρονο Ζορντάν Μπαρντελά αρχηγό της Εθνικής Συσπείρωσης και να «συγκατοικήσει» πολιτικά με τη λεπενική ακροδεξιά μέχρι το 2027.
Θα ήταν «βούτυρο στο ψωμί» της Μαρίν Λεπέν, που επιδιώκει να γίνει η επόμενη πρόεδρος της Γαλλίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, αναλυτές «δείχνουν» ως σημείο καμπής για τις πολιτικές εξελίξεις στο Παρίσι τις ευρωεκλογές.
Αναμένουν ένα εκλογικό «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» στον ευρύτερο χώρο της γαλλικής δεξιάς και ακροδεξιάς.
Στο «κάδρο» είναι το συντηρητικό εκλογικό σώμα, που αποτελεί «Μήλον της Έριδος» κυρίως μεταξύ της Εθνικής Συσπείρωσης και της επίσης ακροδεξιάς «Ανακατάληψης» του «Γάλλου Τραμπ», Ερίκ Ζεμούρ.
Επικεφαλής της ευρωλίστας του είναι η ανιψιά της Μαρίν Λεπέν, Μαριόν Μαρεσάλ.
Δίνει μάχη για να ξεπεράσει το όριο του 5% και να εδραιωθεί πολιτικά.
«Οι κύριοι πολιτικοί αντίπαλοί μου είναι η Αριστερά και η ψεύτικη Δεξιά», δήλωσε η 34χρονη στο France Info.
Όσο για μετά τις ευρωεκλογές;
Όλα τα σενάρια για πολιτικές «ζυμώσεις» και «οσμώσεις» είναι ανοιχτά…
Πηγή: in.gr