Αποτελεί καθήκον του κράτους να αναλαμβάνει συλλογικές πρωτοβουλίες για την υποστήριξη και προστασία του ιατρικού επαγγέλματος και να διαφυλάξει την αξιοπιστία γιατρών και ιατρικών συλλόγων, ανέφερε ο Υπουργός Υγείας, Μιχάλης Δαμιανός, χαιρετίζοντας την 38η ετήσια συνάντηση του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Ιατρικών Συλλόγων (EFMA), που πραγματοποιείται στη Λεμεσό.
Τη συνάντηση, που φιλοξενεί ο Παγκύπριος Ιατρικός Σύλλογος, με θέμα «Απειλές για το ιατρικό επάγγελμα» απασχολούν θέματα όπως η ανεξαρτησία των ιατρικών συλλόγων, οι διακρίσεις στα Συστήματα Υγείας και η εφαρμογή της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Όπως ανέφερε στην ομιλία του ο Υπουργός Υγείας, οι κύριες απειλές για τα ιατρικά επαγγέλματα προέρχονται από τεχνολογικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές που απαιτούν συλλογικές και συστηματικές απαντήσεις.
Ορισμένες από τις κύριες απειλές, συνέχισε, είναι ο υπερβολικός φόρτος εργασίας, οι αυξημένες γραφειοκρατικές διαδικασίες, οι απαιτήσεις για συνεχή επαγγελματική ενημέρωση, οι αυξημένες κοινωνικές, οικονομικές και νομικές πιέσεις, η εμπορευματοποίηση των φαρμάκων και η επαγγελματική εξουθένωση.
«Η προσωπική ασφάλεια και ασφάλεια στην εργασία αποτελούν επίσης τομείς συζήτησης καθώς καταγράφονται περιστατικά βίας ή εκφοβισμού κατά των επαγγελματιών υγείας από ασθενείς ή τις οικογένειές τους, κυρίως σε μονάδες ατυχημάτων και επειγόντων περιστατικών», συμπλήρωσε.
Ο Μιχάλης Διαμιανός υπογράμμισε πως αποτελεί καθήκον του κράτους να αναλαμβάνει συλλογικές πρωτοβουλίες για την υποστήριξη και προστασία του ιατρικού επαγγέλματος, ώστε οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης να είναι σε θέση να προσφέρουν φροντίδα υψηλής ποιότητας προς όφελος των ασθενών.
Υποδεικνύοντας πως οι ιατρικοί σύλλογοι λειτουργούν προς το συμφέρον της υγείας των ανθρώπων και προάγουν το ιατρικό επάγγελμα, διασφαλίζοντας παράλληλα την επαγγελματική λογοδοσία και την τήρηση των ηθικών αρχών από τα μέλη τους, σημείωσε πως η ανεξαρτησία τους αποτελεί ένα κρίσιμο και θεμελιώδες ζήτημα, τόσο για την προστασία των συμφερόντων των ασθενών όσο και για την προώθηση υψηλής ποιότητας ιατρικής πρακτικής.
«Ανεξαρτησία σημαίνει, μεταξύ άλλων, την απαλλαγή από πολιτικές, οικονομικές ή άλλες εξωτερικές παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την πιστοποίηση των μελών τους ή αποφάσεις που αφορούν τη δεοντολογία του επαγγέλματος», πρόσθεσε.
Επιπρόσθετα επεσήμανε πως «το συλλογικό μας καθήκον είναι να προάγουμε και να διαφυλάξουμε την αξιοπιστία των γιατρών και των ιατρικών συλλόγων» ενώ υπέδειξε ότι και οι διακρίσεις στο Σύστημα Υγείας μπορεί επίσης να επηρεάσουν την ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης.
Ανέφερε πως όταν λέμε διακρίσεις αυτές μπορεί να σημαίνουν άνιση ή άδικη μεταχείριση ατόμων ή ομάδων με βάση τα χαρακτηριστικά τους όπως η φυλή, το φύλο, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η αναπηρία, η ηλικία ή η κοινωνικοοικονομική κατάσταση και μπορεί να εκδηλωθούν με διάφορους τρόπους, όπως άρνηση παροχής υπηρεσιών, καθυστερήσεις στη θεραπεία, ανεπαρκής περίθαλψη ή μεροληπτικές συμπεριφορές από επαγγελματίες υγείας.
«Πρέπει να συμβάλουμε στην καταπολέμηση όλων των μορφών διακρίσεων στον τομέα της υγείας, μέσω της απόκτησης μιας συνολικής κατανόησης του προβλήματος. Ο διάλογος με τις επηρεαζόμενες ομάδες και η έντονη συζήτηση με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη θα βοηθήσει στην αναζήτηση λύσεων για την εξάλειψη των διακρίσεων», ανέφερε.
Σε σχέση με τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης στην ιατρική, παρά τα διάφορα οφέλη της, όπως είπε, αυτή «εγείρει σοβαρά βιοηθικά και ηθικά διλήμματα». Τόνισε, παράλληλα, πως «η τεχνολογία δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη σημασία της ανθρώπινης επαφής».