Υπό κράτηση μέχρι την επόμενη δικάσιμο στις 24 Φεβρουαρίου τέθηκαν οι δύο γυναίκες, 61 και 53 ετών, που κατηγορούνται για υπόθεση σφετερισμού ελληνοκυπριακών περιουσιών αξίας €58,5 εκατομμυρίων σε κατεχόμενη Ακανθού, Άγιο Αμβρόσιο και Καλογραία, μετά από απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, την οποία ανακοίνωσε την Παρασκευή.
Σύμφωνα με πληροφορίες από τη Νομική Υπηρεσία, οι δύο κατηγορούμενες τέθηκαν υπό κράτηση μετά την απόφαση του Κακουργιοδικείου, μέχρι την επόμενη δικάσιμο, στις 24 Φεβρουαρίου, που ορίστηκε για ακρόαση.
Σημειώνεται ότι την Τρίτη, το Εφετείο απέρριψε την έφεση των δύο γυναικών κατά της διαταγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για την προφυλάκισή τους επί τη βάσει του κινδύνου φυγοδικίας μέχρι εμφάνισής τους στο Κακουργιοδικείο την Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου, ημερομηνία κατά την οποία η κατηγορούσα αρχή διάβασε τις κατηγορίες στις οποίες απάντησαν με μη παραδοχή. Επιπρόσθετα, ζητήθηκε από την υπεράσπιση όπως αφεθούν ελεύθερες υπό όρους μέχρι την επόμενη δικάσιμο, με το Κακουργιοδικείο να απορρίπτει το αίτημα την Παρασκευή.
Οι κατηγορούμενες, οι οποίες κατάγονται από την Ουγγαρία και διαμένουν μόνιμα στην Κύπρο η μία για 16 χρόνια και η άλλη για 15, αντιμετωπίζουν από κοινού περίπου 60 κατηγορίες, οι οποίες αφορούν συνωμοσίες, δόλιες συναλλαγές σε σχέση με ακίνητη περιουσία άλλων, παράνομη νομή και χρήση γης άλλων, και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Σύμφωνα με το κείμενο της απόφασης του Εφετείου, η ακίνητη ιδιοκτησία αφορά κατεχόμενες περιουσίες, στις κατεχόμενες περιοχές Αμμοχώστου (Ακανθού) και Κερύνειας (Άγιο Αμβρόσιο, Καλογραία).
Οι Εφεσείουσες, αναφέρει το Εφετείο, «αφήνουν να νοηθεί ότι υπήρξε δυσμενής διάκριση στο πρόσωπό τους εξ αφορμής του ότι δεν κατάγονται από την Κύπρο».
«Αισθανόμαστε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε την περίπτωση ισότιμα, όπως θα έπραττε και σε κάθε άλλη περίπτωση ημεδαπού ο οποίος ετύγχαινε να διατηρεί δεσμούς και με άλλη χώρα», αναφέρει στην απόφασή του το Εφετείο, σημειώνοντας ότι ο πρωτόδικος Δικαστής έλαβε υπ’ όψιν του όλες τις προσωπικές περιστάσεις, «τις συνεκτίμησε με τη σοβαρότητα της υπόθεσης και έκρινε, ορθώς κατά τη γνώμη μας, ότι αυτές δεν ήταν ικανές να εξουδετερώσουν τον κίνδυνο φυγοδικίας, ο οποίος είναι υπαρκτός».
Η υπόθεση, αναφέρει, αφορά την ανέγερση οικιστικών μονάδων από τη φερόμενη ως ιδρυθείσα και εδρεύουσα στο παράνομο καθεστώς των Κατεχομένων εταιρεία Cyprus Constructions Califorian Trading Ltd, σε εννέα τουριστικά συγκροτήματα στις προαναφερθείσες κατεχόμενες περιοχές, σημειώνοντας ότι το αρμόδιο Κτηματολογικό Τμήμα έχει εκτιμήσει πως η σημερινή αξία των επηρεαζόμενων γαιών είναι συνολικά €58,5 εκατομμύρια.
Όπως αναφέρεται, η πρώτη κατηγορούμενη με τις ανακριτικές της καταθέσεις «επιβεβαιώνει ότι τα τελευταία 3 χρόνια βοηθά κάποιον φίλο της», με το όνομα Salih Kayim, ιδιοκτήτη της εταιρείας «Cyprus Construction Company» η οποία ασχολείται με ανάπτυξη γης στις κατεχόμενες περιοχές και ότι διαφήμιζε και προωθούσε τα ακινήτα της συγκεκριμένης εταιρείας μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και ιστοσελίδας η οποία ανήκει σ’ αυτήν.
Στις καταθέσεις της ανέφερε περαιτέρω ότι ο Kayim την ενημέρωσε ότι τα συγκεκριμένα συγκροτήματα ανεγέρθηκαν σε γη που ανήκε στο παρελθόν σε Ελληνοκύπριους, η οποία έχει ανταλλαγεί το 1974 και δεν αποτελεί πλέον περιουσία τους, όπως αναφέρεται, ενώ παραδέχτηκε ότι παρέπεμπε πελάτες στην πιο πάνω εταιρεία, οι οποίοι αγόραζαν ακίνητα από τις πιο πάνω αναφερόμενες αναπτύξεις, λειτουργώντας στην ουσία σαν κτηματομεσίτρια, σύμφωνα με την απόφαση. «Ισχυρίστηκε πάντως ότι παρά το ότι συμφώνησε να λάβει προμήθεια για τις πιο πάνω αγορές, μέχρι στιγμής δεν έλαβε οποιαδήποτε χρήματα», αναφέρεται, ενώ, «παραδέχτηκε επίσης ότι αγόρασε και η ίδια ακίνητο στις πιο πάνω αναπτύξεις, για το οποίο κατέβαλε ήδη κάποιο ποσό έναντι του τιμήματος πώλησης».
Η δεύτερη κατηγορούμενη, με την ανακριτική της κατάθεση, «παραδέχεται» ότι είναι δικός της συγκεκριμένος λογαριασμός σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης στον οποίο υπήρχαν αναρτήσεις με διαφημίσεις και προωθητικό υλικό σε σχέση με τις αναπτύξεις, σημειώνεται στην απόφαση του Εφετείου. «Όπως ανέφερε είχε λάβει μια πληροφορία ότι υπήρξε συμφωνία ανάμεσα σε Κύπρο, Ελλάδα και Τουρκία και πλέον νόμιμα ανεγέρθηκαν οι πιο πάνω αναφερόμενες αναπτύξεις, αφού οι Ελληνοκύπριοι ιδιοκτήτες πήραν γη στην “Ελληνική Κύπρο”», προστίθεται στην απόφαση. Αναφέρεται ακόμη ότι είπε ότι αν γνώριζε ότι ήταν παράνομο δεν θα προχωρούσε με ανάρτηση του διαφημιστικού υλικού στο facebook.