Ένα βήμα πριν το Δικαστήριο της ΕΕ βρίσκεται η Κύπρος λόγω του ότι δεν έχει μεταφέρει σωστά τους κανόνες της ΕΕ για καταπολέμηση της απάτης κατά του προϋπολογισμού της, ειδικά όσον αφορά τον ορισμό και τις ευθύνες νομικών προσώπων, καθώς και σχετικά με την κυπριακή δικαιοδοσία για το αδίκημα του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, σύμφωνα με τα όσα περιλαμβάνονται στο πακέτο αποφάσεων επί παραβάσει της Κομισιόν για τον Απρίλιο που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη.
Η Κομισιόν αποφάσισε επίσης έναρξη διαδικασίας επί παραβάσει για ξεχωριστή υπόθεση που αφορά το ότι δεν έχει εξουσιοδοτήσει πλήρως την αρμόδια εθνική της αρχή με τις απαραίτητες εξουσίες και αρμοδιότητες για εφαρμογή της Πράξης για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (Digital Services Act – DSA).
Οι διαδικασίες επί παραβάσει αφορούν τις παραβιάσεις του κοινοτικού κεκτημένου, που εντοπίζει η Κομισιόν σε επίπεδο κρατών μελών, μεταξύ άλλων λόγω μη συμμόρφωσης με το δίκαιο της ΕΕ, λανθασμένης εφαρμογής ή την ανεπαρκή μεταφορά των νομοθεσιών της ΕΕ στη νομοθεσία του κράτους μέλους. Η διαδικασία μπορεί να οδηγήσει την Κομισιόν να προσφύγει κατά ενός κράτους μέλους στο Δικαστήριο της ΕΕ σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.
Με το σημερινό πακέτο αποφάσεων, η Κομισιόν αποφάσισε ακόμα το κλείσιμο 76 υποθέσεων στις οποίες τα ζητήματα με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη έχουν επιλυθεί χωρίς η Επιτροπή να χρειάζεται να συνεχίσει τη διαδικασία. Από αυτές, πέντε αφορούν την Κύπρο και αφορούν οδηγίες για την απόσπαση εργαζομένων, την ψηφιοποίηση του εταιρικού δικαίου, την οδηγία για τα επαγγελματικά προσόντα για τα επαγγέλματα μηχανικών και αρχιτεκτόνων και την οδηγία για τις εσωτερικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευμάτων.
Κανόνες για την καταπολέμηση της απάτης κατά του προϋπολογισμού της ΕΕ
Η Επιτροπή αποφάσισε να στείλει αιτιολογημένη γνώμη στην Κύπρο (INFR(2021)2265) και την Ελλάδα, ένα βήμα πριν την παραπομπή στο ΔΕΕ, επειδή δεν μετέφεραν ορθά στην εθνική τους νομοθεσία την οδηγία για την καταπολέμηση της απάτης εις βάρος του προϋπολογισμού της Ένωσης μέσω του ποινικού δικαίου (οδηγία PIF).
Οι εν λόγω κανόνες εναρμονίζουν τους ορισμούς, τις κυρώσεις και τις προθεσμίες παραγραφής των ποινικών αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ, και αποτελούν τη βάση για τις εργασίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO).
Η Επιτροπή απέστειλε για πρώτη φορά προειδοποιητική επιστολή στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 2021 και στην Κύπρο τον Φεβρουάριο του 2022.
Αφού ανέλυσε τις απαντήσεις, η Επιτροπή έκρινε ότι η Κύπρος δεν έχει μεταφέρει πλήρως ορισμένες διατάξεις που αφορούν τον ορισμό και τις ευθύνες των νομικών προσώπων, καθώς και σχετικά με την κυπριακή δικαιοδοσία επί του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως απαιτεί η οδηγία.
Μετά την έκδοση της αιτιολογημένης γνώμης, οι δύο χώρες έχουν δύο μήνες να απαντήσουν ή να αντιμετωπίσουν τις ελλείψεις που καταγράφονται. Σε αντίθετη περίπτωση η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει παραπομπή των υποθέσεων στο ΔΕΕ.
Ορισμός και εξουσιοδότηση Συντονιστών Ψηφιακών Υπηρεσιών
Επίσης, η Κομισιόν αποφάσισε να αποστείλει προειδοποιητικές επιστολές στην Κύπρο (INFR(2024)2016), την Τσεχία, την Εσθονία, την Πολωνία, την Πορτογαλία και τη Σλοβακία, καθώς είτε δεν έχουν ακόμη ορίσει τους συντονιστές ψηφιακών υπηρεσιών τους βάσει της Πράξης για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (DSA), είτε η διαδικασία δεν έχει συμπληρωθεί με επαρκείς εξουσίες εξουσιοδότησης.
Τα κράτη μέλη είχαν υποχρέωση να ορίσουν τις εν λόγω αρχές μέχρι τις 17 Φεβρουαρίου 2024. Μέχρι στιγμής, η Εσθονία, η Πολωνία και η Σλοβακία δεν έχουν ακόμη ορίσει τους συντονιστές τους για τις ψηφιακές υπηρεσίες.
Η Κύπρος, καθώς και η Τσεχία και η Πορτογαλία, έχουν ορίσει τις σχετικές αρχές, ωστόσο απομένει να τις εξουσιοδοτήσουν με τις απαραίτητες εξουσίες και αρμοδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής κυρώσεων σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης.
Οι πλήρως εξουσιοδοτημένοι Συντονιστές Ψηφιακών Υπηρεσιών σε κάθε κράτος μέλος είναι απαραίτητοι για την άσκηση των νέων δικαιωμάτων που δημιουργούνται στο πλαίσιο της DSA, ιδίως για να διασφαλιστεί ότι οι χρήστες μπορούν να υποβάλλουν καταγγελίες στον τόπο διαμονής τους.
Τα έξι κράτη μέλη έχουν προθεσμία δύο μηνών για να απαντήσουν. Σε αντίθετη περίπτωση η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο της διαδικασίας και να εκδώσει αιτιολογημένες γνώμες.